ἐπικύρωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0955.png Seite 955]] ἡ, Bestätigung, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0955.png Seite 955]] ἡ, [[Bestätigung]], Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικύρωσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπικυρόω]]) ὡς καὶ νῦν, [[ἐπιβεβαίωσις]], Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 1. 45, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 487D, κλ.
|lstext='''ἐπικύρωσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπικυρόω]]) ὡς καὶ νῦν, [[ἐπιβεβαίωσις]], Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 1. 45, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 487D, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπικύρωσις]]) [[επικυρώνω]]<br />η [[πράξη]] με την οποία προσδίδεται [[κύρος]] σε ορισμένη [[ενέργεια]] ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται [[κάτι]] (α. «[[επικύρωση]] συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ.<br />β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 19:34, 8 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικύρωσις Medium diacritics: ἐπικύρωσις Low diacritics: επικύρωσις Capitals: ΕΠΙΚΥΡΩΣΙΣ
Transliteration A: epikýrōsis Transliteration B: epikyrōsis Transliteration C: epikyrosis Beta Code: e)piku/rwsis

English (LSJ)

[ῡ], εως, ἡ, ratification, confirmation, χειροτονίας Arist. Ath.41.3, cf. D.H.9.51, Just.Nov.42.1.1.

German (Pape)

[Seite 955] ἡ, Bestätigung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικύρωσις: -εως, ἡ, (ἐπικυρόω) ὡς καὶ νῦν, ἐπιβεβαίωσις, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 1. 45, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 487D, κλ.

Greek Monolingual

η (AM ἐπικύρωσις) επικυρώνω
η πράξη με την οποία προσδίδεται κύρος σε ορισμένη ενέργεια ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται κάτι (α. «επικύρωση συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ.
β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας», Αριστοτ.).