ἐπικύρωσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0955.png Seite 955]] ἡ, Bestätigung, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0955.png Seite 955]] ἡ, [[Bestätigung]], Sp. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπικύρωσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπικυρόω]]) ὡς καὶ νῦν, [[ἐπιβεβαίωσις]], Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 1. 45, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 487D, κλ. | |lstext='''ἐπικύρωσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπικυρόω]]) ὡς καὶ νῦν, [[ἐπιβεβαίωσις]], Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 1. 45, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 487D, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐπικύρωσις]]) [[επικυρώνω]]<br />η [[πράξη]] με την οποία προσδίδεται [[κύρος]] σε ορισμένη [[ενέργεια]] ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται [[κάτι]] (α. «[[επικύρωση]] συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ.<br />β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας», <b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 8 December 2024
English (LSJ)
[ῡ], εως, ἡ, ratification, confirmation, χειροτονίας Arist. Ath.41.3, cf. D.H.9.51, Just.Nov.42.1.1.
German (Pape)
[Seite 955] ἡ, Bestätigung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικύρωσις: -εως, ἡ, (ἐπικυρόω) ὡς καὶ νῦν, ἐπιβεβαίωσις, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 1. 45, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 487D, κλ.
Greek Monolingual
η (AM ἐπικύρωσις) επικυρώνω
η πράξη με την οποία προσδίδεται κύρος σε ορισμένη ενέργεια ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται κάτι (α. «επικύρωση συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ.
β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας», Αριστοτ.).