ἀνασταχύω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(c1)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0208.png Seite 208]] wie Getreidehalme aufschießen, Ap. Rh. 3, 1054 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0208.png Seite 208]] wie Getreidehalme aufschießen, Ap. Rh. 3, 1054 u. öfter.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναστᾰχύω''': ([[στάχυς]]) ἀναφύομαι ὡς [[στάχυς]], οἳ δ’ ἤδη κατὰ ὦλκας ἀνασταχύωσι γίγαντες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1054, κτλ.: ― ὁ μέλλ. ἀνασταχυώσομαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. -υόομαι) ἀπαντᾷ ἐν Χρησ. Σιβυλλ. 3. 382, κτλ.
}}
}}

Revision as of 09:13, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστᾰχύω Medium diacritics: ἀνασταχύω Low diacritics: ανασταχύω Capitals: ΑΝΑΣΤΑΧΥΩ
Transliteration A: anastachýō Transliteration B: anastachyō Transliteration C: anastachyo Beta Code: a)nastaxu/w

English (LSJ)

(στάχυς)

   A shool up with ears, A.R.4.271, Procl.H.5.10: metaph., κατὰ ὦλκας ἀ. Γίγαντες A.R.3.1054; trans., cause to spring up, φυταλίην δρακόντων Nonn.D.25.199.

German (Pape)

[Seite 208] wie Getreidehalme aufschießen, Ap. Rh. 3, 1054 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστᾰχύω: (στάχυς) ἀναφύομαι ὡς στάχυς, οἳ δ’ ἤδη κατὰ ὦλκας ἀνασταχύωσι γίγαντες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1054, κτλ.: ― ὁ μέλλ. ἀνασταχυώσομαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. -υόομαι) ἀπαντᾷ ἐν Χρησ. Σιβυλλ. 3. 382, κτλ.