καινοτομία: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(13_4) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] ἡ, dasselbe; im eigtl. Sinne μετάλλων, Poll. 3, 87, s. [[καινοτομέω]]; ὀνομάτων Plat. Legg. IV, 717 c; τῆς πολιτείας Pol. 13, 1, 2; auch = [[καινότης]], Neuheit, καταπλαγέντες τὴν καινοτομίαν τοῦ συμβαίνοντος 1, 23, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] ἡ, dasselbe; im eigtl. Sinne μετάλλων, Poll. 3, 87, s. [[καινοτομέω]]; ὀνομάτων Plat. Legg. IV, 717 c; τῆς πολιτείας Pol. 13, 1, 2; auch = [[καινότης]], Neuheit, καταπλαγέντες τὴν καινοτομίαν τοῦ συμβαίνοντος 1, 23, 10. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καινοτομία''': ἡ, τὸ ὀρύττειν ἢ ἀνοίγειν νέα μεταλλεῖα, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 45 (καὶ [[αὐτόθι]] Schneidew.), Συλλ. Ἐπιγρ. 162, πρβλ. [[Πολυδ]]. Γ΄, 87, Ζ΄, 98. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., νεωτερισμὸς ἔν τινι, οὔ τι καινοτομίαι ὀνομάτων [[ἕνεκα]] Πλάτ. Νόμ. 715C· καιν. περὶ τοὺς λόγους Πλουτ. Κικ. 2· νεωτερισμοὶ ἐν τῇ πολιτείᾳ, Λατ. res novae, Πλάτ. Νόμ. 949Ε· καιν. τῆς πολιτείας Πολύβ. 13. 1, 2. 2) = [[καινότης]], ὁ αὐτ. 1. 23, 10· πληθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 72. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:28, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A opening of new mines, Hyp. Eux.36 (pl.), IG22.1587.5 (prob.), Poll.3.87, 7.98 (pl.). II mostly metaph., making anew, inventing, ὀνομάτων Pl.Lg.715d; innovation, κ. περὶ τοὺς λόγους Plu.Cic.2: in Music, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xxii 5; μηδεμίαν κ. γίγνεσθαι Mitteis Chr.96 ii 19 (iv A. D.): pl., innovations in the state, Lat. res novae, Pl.Lg.950a; κ. τῆς πολιτείας Plb.13.1.2: in Law, interference with another's right or easement, Just.Nov.7.5.1: pl., ib.63 tit. 2 = καινότης, novelty, strangeness, ἡ κ. τοῦ συμβαίνοντος Plb.1.23.10: pl., Plu.Alex.72.
German (Pape)
[Seite 1295] ἡ, dasselbe; im eigtl. Sinne μετάλλων, Poll. 3, 87, s. καινοτομέω; ὀνομάτων Plat. Legg. IV, 717 c; τῆς πολιτείας Pol. 13, 1, 2; auch = καινότης, Neuheit, καταπλαγέντες τὴν καινοτομίαν τοῦ συμβαίνοντος 1, 23, 10.
Greek (Liddell-Scott)
καινοτομία: ἡ, τὸ ὀρύττειν ἢ ἀνοίγειν νέα μεταλλεῖα, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 45 (καὶ αὐτόθι Schneidew.), Συλλ. Ἐπιγρ. 162, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 87, Ζ΄, 98. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., νεωτερισμὸς ἔν τινι, οὔ τι καινοτομίαι ὀνομάτων ἕνεκα Πλάτ. Νόμ. 715C· καιν. περὶ τοὺς λόγους Πλουτ. Κικ. 2· νεωτερισμοὶ ἐν τῇ πολιτείᾳ, Λατ. res novae, Πλάτ. Νόμ. 949Ε· καιν. τῆς πολιτείας Πολύβ. 13. 1, 2. 2) = καινότης, ὁ αὐτ. 1. 23, 10· πληθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 72.