πτορθεῖον: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(b) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] τό, = [[πτόρθος]], Nic. Al. 267. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] τό, = [[πτόρθος]], Nic. Al. 267. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πτορθεῖον''': τό, [[νέος]] [[βλαστός]], «βλαστάρι», [[νέος]] [[κλάδος]], Ὀδ. Ζ. 128· ὥς τις πτόρθος ηὐξόμην Εὐρ. Ἑκ. 20· πτόρθοισι δάφνης ὁ αὐτ. ἔν Ἴωνι 103· μαλάχης Ἀριστοφ. Πλ. 514· οἱ πτόρθοι καὶ οἱ νέοι κλῶνες Πλάτ. Πρωτ. 334Β· πτόρθους ἀπαλοὺς ἀποτρώγουσαι Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1· [[καθόλου]], [[κλάδος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Μορ. 3. 10, 17, κτλ.· - πτ. [[μέγας]], ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Πλαν. 103. ΙΙ. πτόρθοιό τι λήγει, «τοῦ κλωνοφυεῖν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πτόρθος· [[ὄρπηξ]], [[βλαστός]], [[κλάδος]], ἢ [[ἔκφυσις]] δένδρου, [[θαλλός]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 09:31, 5 August 2017
English (LSJ)
τό,
A = πτόρθος, Nic.Al.267.
German (Pape)
[Seite 811] τό, = πτόρθος, Nic. Al. 267.
Greek (Liddell-Scott)
πτορθεῖον: τό, νέος βλαστός, «βλαστάρι», νέος κλάδος, Ὀδ. Ζ. 128· ὥς τις πτόρθος ηὐξόμην Εὐρ. Ἑκ. 20· πτόρθοισι δάφνης ὁ αὐτ. ἔν Ἴωνι 103· μαλάχης Ἀριστοφ. Πλ. 514· οἱ πτόρθοι καὶ οἱ νέοι κλῶνες Πλάτ. Πρωτ. 334Β· πτόρθους ἀπαλοὺς ἀποτρώγουσαι Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1· καθόλου, κλάδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Μορ. 3. 10, 17, κτλ.· - πτ. μέγας, ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Πλαν. 103. ΙΙ. πτόρθοιό τι λήγει, «τοῦ κλωνοφυεῖν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πτόρθος· ὄρπηξ, βλαστός, κλάδος, ἢ ἔκφυσις δένδρου, θαλλός».