Σίσυφος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(11)
 
(6_3)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=*si/sufos
|Beta Code=*si/sufos
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ὁ</b>, <span class="title">Sisyphus</span>, <span class="bibl">Il.6.153</span>, <span class="bibl">Od.11.593</span>: prov., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου <span class="bibl">Thgn.702</span>; μηχαναὶ Σισύφου <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>391</span>; nickname of the Spartan Dercyllidas, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.1.8</span>:—Adj. Σῑσύφειος, α, ον, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span> 405</span>, etc.; Σισυφία <b class="b3">χθών</b>, i.e. <span class="title">Corinth</span>, Epigr. ap. <span class="bibl">Paus.5.2.5</span>; Σισυφὶς <b class="b3">ἀκτή, αἶα</b>, <span class="bibl">Theoc.22.158</span>, <span class="title">AP</span>7.354 (Gaet.); Σισύφειον, τό, <b class="b2">temple of S</b>., <span class="bibl">D.S.20.103</span>, <span class="bibl">Str.8.6.21</span>.</span>
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ὁ</b>, <span class="title">Sisyphus</span>, <span class="bibl">Il.6.153</span>, <span class="bibl">Od.11.593</span>: prov., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου <span class="bibl">Thgn.702</span>; μηχαναὶ Σισύφου <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>391</span>; nickname of the Spartan Dercyllidas, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.1.8</span>:—Adj. Σῑσύφειος, α, ον, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span> 405</span>, etc.; Σισυφία <b class="b3">χθών</b>, i.e. <span class="title">Corinth</span>, Epigr. ap. <span class="bibl">Paus.5.2.5</span>; Σισυφὶς <b class="b3">ἀκτή, αἶα</b>, <span class="bibl">Theoc.22.158</span>, <span class="title">AP</span>7.354 (Gaet.); Σισύφειον, τό, <b class="b2">temple of S</b>., <span class="bibl">D.S.20.103</span>, <span class="bibl">Str.8.6.21</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''Σίσῠφος''': [ῑ], -ου, ὁ, μυθικὸς βασιλεὺς τῆς Κορίνθου φημιζόμενος ὡς ὁ πανουργότατος τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ζ. 153· βασανιζόμενος ἐν τῷ ᾍδῃ [[κάτω]], Ὀδ. Λ. 593· παροιμ., πλείονα δ’ εἰδείης Σισύφου Θέογν. 702· Σισύφου μηχαναὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 391· σκωπτικὸν [[ὄνομα]] τοῦ Σπαρτιάτου Δερκυλίδα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 8· ἐπίθετ. Σισύφειος, α, ον, Εὐρ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] Σισυφία [[χθών]], ἡ [[Κόρινθος]], Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 5. 2, 5· ἢ Σισυφὶς ἀκτή, αἶα Θεόκρ. 22. 158, Ἀνθ. Π. 7. 354· - Σισύφειον, τό, τὸ ἱερὸν τοῦ Σισύφου, Διόδ. 20. 103, Στράβ. 379. (Πιθαν. μετ’ ἀναδιπλ. [[τύπος]] τοῦ σοφὸς ([[μετὰ]] τοῦ Αἰολ. υ ἀντὶ ο), ὁ Σοφὸς ἢ Πανοῦργος· ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει: «[[σέσυφος]]· [[πανοῦργος]]».
}}
}}

Revision as of 09:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σίσῠφος Medium diacritics: Σίσυφος Low diacritics: Σίσυφος Capitals: ΣΙΣΥΦΟΣ
Transliteration A: Sísyphos Transliteration B: Sisyphos Transliteration C: Sisyfos Beta Code: *si/sufos

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, Sisyphus, Il.6.153, Od.11.593: prov.,

   A πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου Thgn.702; μηχαναὶ Σισύφου Ar.Ach.391; nickname of the Spartan Dercyllidas, X.HG3.1.8:—Adj. Σῑσύφειος, α, ον, E.Med. 405, etc.; Σισυφία χθών, i.e. Corinth, Epigr. ap. Paus.5.2.5; Σισυφὶς ἀκτή, αἶα, Theoc.22.158, AP7.354 (Gaet.); Σισύφειον, τό, temple of S., D.S.20.103, Str.8.6.21.

Greek (Liddell-Scott)

Σίσῠφος: [ῑ], -ου, ὁ, μυθικὸς βασιλεὺς τῆς Κορίνθου φημιζόμενος ὡς ὁ πανουργότατος τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ζ. 153· βασανιζόμενος ἐν τῷ ᾍδῃ κάτω, Ὀδ. Λ. 593· παροιμ., πλείονα δ’ εἰδείης Σισύφου Θέογν. 702· Σισύφου μηχαναὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 391· σκωπτικὸν ὄνομα τοῦ Σπαρτιάτου Δερκυλίδα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 8· ἐπίθετ. Σισύφειος, α, ον, Εὐρ., κλπ.· ὡσαύτως Σισυφία χθών, ἡ Κόρινθος, Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 5. 2, 5· ἢ Σισυφὶς ἀκτή, αἶα Θεόκρ. 22. 158, Ἀνθ. Π. 7. 354· - Σισύφειον, τό, τὸ ἱερὸν τοῦ Σισύφου, Διόδ. 20. 103, Στράβ. 379. (Πιθαν. μετ’ ἀναδιπλ. τύπος τοῦ σοφὸς (μετὰ τοῦ Αἰολ. υ ἀντὶ ο), ὁ Σοφὸς ἢ Πανοῦργος· ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει: «σέσυφος· πανοῦργος».