χελιδονίας: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(13_4) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1348.png Seite 1348]] ὁ, 1) eine Art Thunfisch, Ath. VIII, 356 f. – 2) [[χελιδονίας]] [[ἰχθύς]], der nördliche Fisch, ein Sternbild, Schol. Arat. 242. – 3) der Frühlingswind, weil mit ihm die Schwalben kommen, Favonius, Plin. H. N. 2, 47. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1348.png Seite 1348]] ὁ, 1) eine Art Thunfisch, Ath. VIII, 356 f. – 2) [[χελιδονίας]] [[ἰχθύς]], der nördliche Fisch, ein Sternbild, Schol. Arat. 242. – 3) der Frühlingswind, weil mit ihm die Schwalben kommen, Favonius, Plin. H. N. 2, 47. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χελῑδονίας''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, κοινῶς «χελιδόνι» ἢ «χελιδονόψαρον», Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 356F, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 63. 2) χ. ἰχθύς, [[ἀστερισμός]] τις τῶν βορείων, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 242. ΙΙ. ὁ ἐαρινὸς [[ἄνεμος]], Favonius, [[ἐπειδὴ]] [[μετὰ]] τοῦ ἀνέμου τούτου ἤρχοντο αἱ χελιδόνες, Schneid. εἰς Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 7, 15, 1, πρβλ. Πλιν. Ν. Η. 2. 47· ἴδε [[ὀρνιθίας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:34, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, a kind of
A tunny-fish, Diph.Siph. ap. Ath.8.356f. 2 χ. ἰχθῦς the more northerly fish of the constellation Pisces, Theon ad Arat.242. II the spring wind, because the swallows come with it, Thphr.HP7.15.1, Plin.HN2.122.
German (Pape)
[Seite 1348] ὁ, 1) eine Art Thunfisch, Ath. VIII, 356 f. – 2) χελιδονίας ἰχθύς, der nördliche Fisch, ein Sternbild, Schol. Arat. 242. – 3) der Frühlingswind, weil mit ihm die Schwalben kommen, Favonius, Plin. H. N. 2, 47.
Greek (Liddell-Scott)
χελῑδονίας: -ου, ὁ, εἶδος ἰχθύος, κοινῶς «χελιδόνι» ἢ «χελιδονόψαρον», Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 356F, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 63. 2) χ. ἰχθύς, ἀστερισμός τις τῶν βορείων, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 242. ΙΙ. ὁ ἐαρινὸς ἄνεμος, Favonius, ἐπειδὴ μετὰ τοῦ ἀνέμου τούτου ἤρχοντο αἱ χελιδόνες, Schneid. εἰς Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 7, 15, 1, πρβλ. Πλιν. Ν. Η. 2. 47· ἴδε ὀρνιθίας.