αὔγασμα: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
(b) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0391.png Seite 391]] τό, Erleuchtung, Glanz, LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0391.png Seite 391]] τό, Erleuchtung, Glanz, LXX. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''αὔγασμα''': τό, [[ἐξάνθημα]] λευκὸν στίλβον, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς [[αὐτοῦ]] αὐγάσματα αὐγάζοντα, λευκανθίζοντα Ἑβδ. (Λευ. ιγ΄, 38), [[λάμψις]], [[στιλπνότης]], Σειρὰχ μγ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 8686. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:41, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A brightness, whiteness, LXXLe.13.38.
German (Pape)
[Seite 391] τό, Erleuchtung, Glanz, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
αὔγασμα: τό, ἐξάνθημα λευκὸν στίλβον, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ αὐγάσματα αὐγάζοντα, λευκανθίζοντα Ἑβδ. (Λευ. ιγ΄, 38), λάμψις, στιλπνότης, Σειρὰχ μγ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 8686.