νεάπολις: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(13_2)
 
(6_3)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0234.png Seite 234]] ἡ, neue Stadt, Neustadt, bes. nom. pr. mehrerer Städte, auch als zwei Wörter geschrieben, vgl. Lob. Phryn. p. 605. 665.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0234.png Seite 234]] ἡ, neue Stadt, Neustadt, bes. nom. pr. mehrerer Städte, auch als zwei Wörter geschrieben, vgl. Lob. Phryn. p. 605. 665.
}}
{{ls
|lstext='''νεάπολις''': [ᾱ], εως, ἡ, νέα [[πόλις]], κύριον [[ὄνομα]] διαφόρων [[πόλεων]] (ὡς τὸ Ἀγγλ. Newtown ἢ Newton), Neapolis· [[συχνάκις]] δὲ φέρεται [[διῃρημένως]] εἰς δύο λέξεις Νέα [[πόλις]], γεν. [[νέας]] πόλεως, Ἡρόδ. 2. 91, Θουκ. 7. 50, ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 605, 665: -Νεαπολίτης [ῑ], -ου, ὁ, Λυκόφρων 736, Πολύβ, κλ.· πρβλ. [[νεοπολίτης]].
}}
}}

Revision as of 09:46, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 234] ἡ, neue Stadt, Neustadt, bes. nom. pr. mehrerer Städte, auch als zwei Wörter geschrieben, vgl. Lob. Phryn. p. 605. 665.

Greek (Liddell-Scott)

νεάπολις: [ᾱ], εως, ἡ, νέα πόλις, κύριον ὄνομα διαφόρων πόλεων (ὡς τὸ Ἀγγλ. Newtown ἢ Newton), Neapolis· συχνάκις δὲ φέρεται διῃρημένως εἰς δύο λέξεις Νέα πόλις, γεν. νέας πόλεως, Ἡρόδ. 2. 91, Θουκ. 7. 50, ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 605, 665: -Νεαπολίτης [ῑ], -ου, ὁ, Λυκόφρων 736, Πολύβ, κλ.· πρβλ. νεοπολίτης.