νεάπολις
From LSJ
German (Pape)
[Seite 234] ἡ, neue Stadt, Neustadt, bes. nom. pr. mehrerer Städte, auch als zwei Wörter geschrieben, vgl. Lob. Phryn. p. 605. 665.
Greek (Liddell-Scott)
νεάπολις: [ᾱ], εως, ἡ, νέα πόλις, κύριον ὄνομα διαφόρων πόλεων (ὡς τὸ Ἀγγλ. Newtown ἢ Newton), Neapolis· συχνάκις δὲ φέρεται διῃρημένως εἰς δύο λέξεις Νέα πόλις, γεν. νέας πόλεως, Ἡρόδ. 2. 91, Θουκ. 7. 50, ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 605, 665: -Νεαπολίτης [ῑ], -ου, ὁ, Λυκόφρων 736, Πολύβ, κλ.· πρβλ. νεοπολίτης.
Greek Monotonic
νεάπολις: [ᾱ], -εως, ἡ, νέα πόλη, κύριο όνομα διαφόρων πόλεων (όπως η αγγλική Newtown), ιδίως, Νεάπολη, Νάπολη.
Middle Liddell
νεά-¯πολις, εως,
a new city, prop. n. of several cities (like our Newtown), esp. Neapolis, Naples.