χαόω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(b) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1335.png Seite 1335]] = [[ἀπόλλυμι]], Simplic. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1335.png Seite 1335]] = [[ἀπόλλυμι]], Simplic. u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χαόω''': [[καταστρέφω]] παντελῶς, [[λέξις]] τῶν μεταγενεστέρων ἀντὶ τοῦ [[ἀπόλλυμι]], Σιμπλ. Ἐπίκτ. 173, καὶ [[συχν]]. παρὰ τῷ Achmes ἐν Ὀνειρ. - Παθ., μεταβάλλομαι εἰς [[χάος]], ὁλοσχερῶς καταστρέφομαι, «χάνομαι», [[οὔτε]] τις [[κτίσις]] τῆς πόλεως ἔμεινεν, ἀλλὰ πάντα ἐχαώθη Ἀθανάσ. τ. 2, σελ. 9D· καταπίνομαι ὑπὸ σεισμοῦ, ἐσχίσθη ἡ γῆ ὑπὸ τοῦ σεισμοῦ, καὶ ἐχαώθη τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως [[μετὰ]] τῶν οἰκητόρων Ἰω. Μαλαλ. σ. 437, 19, κλπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 5 August 2017
English (LSJ)
A destroy utterly, swallow up, λέγων χαῶσαι αὐτόν Simp.in Epict.p.47 D.:—Pass., ἐν τῇ γῇ χαούμενος Olymp. in Mete.143.5.
German (Pape)
[Seite 1335] = ἀπόλλυμι, Simplic. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χαόω: καταστρέφω παντελῶς, λέξις τῶν μεταγενεστέρων ἀντὶ τοῦ ἀπόλλυμι, Σιμπλ. Ἐπίκτ. 173, καὶ συχν. παρὰ τῷ Achmes ἐν Ὀνειρ. - Παθ., μεταβάλλομαι εἰς χάος, ὁλοσχερῶς καταστρέφομαι, «χάνομαι», οὔτε τις κτίσις τῆς πόλεως ἔμεινεν, ἀλλὰ πάντα ἐχαώθη Ἀθανάσ. τ. 2, σελ. 9D· καταπίνομαι ὑπὸ σεισμοῦ, ἐσχίσθη ἡ γῆ ὑπὸ τοῦ σεισμοῦ, καὶ ἐχαώθη τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως μετὰ τῶν οἰκητόρων Ἰω. Μαλαλ. σ. 437, 19, κλπ.