ἀσυνδύαστος: Difference between revisions

From LSJ

εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination

Source
(b)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ungepaart, unverbunden, Schol. Plat. 460.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ungepaart, unverbunden, Schol. Plat. 460.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσυνδύαστος''': -ον, μὴ συνδυαζόμενος, μὴ συνενούμενος, μὴ συζευγνύμενος, τοῦτο τὸ [[ὄρνεον]] μένειν, εἰ διαζευχθείη τῆς συζυγίας εἰς τὸ [[ἐφεξῆς]] ἀσυνδύαστον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 507D, πρβλ. καὶ 667Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἀσυνδυάστως, [[ἄνευ]] συζεύξεως, οἱ γῦπες ἀσυνδυάστως τίκτουσιν Ρήτορες (Walz) τ. 3. σ. 731, 10.
}}
}}

Revision as of 09:52, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνδύαστος Medium diacritics: ἀσυνδύαστος Low diacritics: ασυνδύαστος Capitals: ΑΣΥΝΔΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: asyndýastos Transliteration B: asyndyastos Transliteration C: asyndyastos Beta Code: a)sundu/astos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A = ἀσύμπλοκος, Hsch.; = ἀσύζευκτος, Suid.

German (Pape)

[Seite 380] ungepaart, unverbunden, Schol. Plat. 460.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνδύαστος: -ον, μὴ συνδυαζόμενος, μὴ συνενούμενος, μὴ συζευγνύμενος, τοῦτο τὸ ὄρνεον μένειν, εἰ διαζευχθείη τῆς συζυγίας εἰς τὸ ἐφεξῆς ἀσυνδύαστον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 507D, πρβλ. καὶ 667Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἀσυνδυάστως, ἄνευ συζεύξεως, οἱ γῦπες ἀσυνδυάστως τίκτουσιν Ρήτορες (Walz) τ. 3. σ. 731, 10.