ἀντόμνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug

Menander, Monostichoi, 238
(13_2)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0264.png Seite 264]] ([[ὄμνυμι]]), dagegen schwören, ἀντομωμοκώς Antiph. 1, 8; ἀντώμοσαν Xen. Hell. 3, 4, 6; Is. 5. 1; ἀντομόσαι Dem. 43, 3. Vgl. [[ἀντωμοσία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0264.png Seite 264]] ([[ὄμνυμι]]), dagegen schwören, ἀντομωμοκώς Antiph. 1, 8; ἀντώμοσαν Xen. Hell. 3, 4, 6; Is. 5. 1; ἀντομόσαι Dem. 43, 3. Vgl. [[ἀντωμοσία]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀντόμνυμι''': μέλλ. -ομοῦμαι: - [[ὄμνυμι]] καὶ [[αὐτός]], [[μετὰ]] δοτ. καὶ ἀπαρεμ. μέλλ., Τισσαφέρνης μὲν ὤμοσε τοῖς πεμφεῖσι πρὸς αὐτόν... ἦ μὴν πράξειν ἀδόλως τὴν εἰρήνην... ἐκεῖνοι δὲ ἀντώμοσαν [[ὑπὲρ]] Ἀγησιλάου... ἐμπεδώσειν τὰς σπονδὰς Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 6, Ἀγησ. 1. 10. ΙΙ. ὡς νομικὸς ὅρος τοῦ Ἀττ. δικαίου, ἐπὶ μὲν τοῦ ἐνάγοντος (διώκοντος), ὀμνύω κατὰ τοῦ ἀντιδίκου ὅτι ἀληθῆ θὰ κατηγορήσω, ἐπὶ δὲ τοῦ κατηγορουμένου (φεύγοντος) ὅτι ἀληθῆ θὰ ἀπολογηθῶ, (πρβλ. [[ἀντωμοσία]]), Ἀντιφῶν 112. 22, Ἰσαῖος 74. 31, κτλ., [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἰσαῖος 52. 19.
}}
}}

Revision as of 09:53, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντόμνῡμι Medium diacritics: ἀντόμνυμι Low diacritics: αντόμνυμι Capitals: ΑΝΤΟΜΝΥΜΙ
Transliteration A: antómnymi Transliteration B: antomnymi Transliteration C: antomnymi Beta Code: a)nto/mnumi

English (LSJ)

   A swear in turn, swear on the other part, in a treaty, c. fut. inf., X.HG3.4.6, Ages.1.10.    II as Att. law-term, make an affidavit, both of the accuser and the defendant (cf. ἀντωμοσία), Antipho 1.18, Is.9.1, D.43.3, etc.:—in Med., Is.5.16.

German (Pape)

[Seite 264] (ὄμνυμι), dagegen schwören, ἀντομωμοκώς Antiph. 1, 8; ἀντώμοσαν Xen. Hell. 3, 4, 6; Is. 5. 1; ἀντομόσαι Dem. 43, 3. Vgl. ἀντωμοσία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντόμνυμι: μέλλ. -ομοῦμαι: - ὄμνυμι καὶ αὐτός, μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρεμ. μέλλ., Τισσαφέρνης μὲν ὤμοσε τοῖς πεμφεῖσι πρὸς αὐτόν... ἦ μὴν πράξειν ἀδόλως τὴν εἰρήνην... ἐκεῖνοι δὲ ἀντώμοσαν ὑπὲρ Ἀγησιλάου... ἐμπεδώσειν τὰς σπονδὰς Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 6, Ἀγησ. 1. 10. ΙΙ. ὡς νομικὸς ὅρος τοῦ Ἀττ. δικαίου, ἐπὶ μὲν τοῦ ἐνάγοντος (διώκοντος), ὀμνύω κατὰ τοῦ ἀντιδίκου ὅτι ἀληθῆ θὰ κατηγορήσω, ἐπὶ δὲ τοῦ κατηγορουμένου (φεύγοντος) ὅτι ἀληθῆ θὰ ἀπολογηθῶ, (πρβλ. ἀντωμοσία), Ἀντιφῶν 112. 22, Ἰσαῖος 74. 31, κτλ., ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἰσαῖος 52. 19.