καταφορέω: Difference between revisions
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
(7) |
(6_2) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=katafore/w | |Beta Code=katafore/w | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[καταφέρω]], of a river, <b class="b2">carry down</b>, ψῆγμα χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου <span class="bibl">Hdt.5.101</span>, cf. <span class="bibl">3.106</span> (Pass.): metaph., <b class="b3">ἀμήχανον . . λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος</b> . . you <b class="b2">have poured forth a</b> wonderful <b class="b2">stream</b> of calculation of the difference... <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 587e</span>; <b class="b3">πολλὰ . . κατεφόρει τῆς προνοίας</b> he <b class="b2">went on inveighing</b> much against... Plu.2.548c.</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[καταφέρω]], of a river, <b class="b2">carry down</b>, ψῆγμα χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου <span class="bibl">Hdt.5.101</span>, cf. <span class="bibl">3.106</span> (Pass.): metaph., <b class="b3">ἀμήχανον . . λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος</b> . . you <b class="b2">have poured forth a</b> wonderful <b class="b2">stream</b> of calculation of the difference... <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 587e</span>; <b class="b3">πολλὰ . . κατεφόρει τῆς προνοίας</b> he <b class="b2">went on inveighing</b> much against... Plu.2.548c.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταφορέω''': [[καταφέρω]], ἐπὶ ποταμοῦ, [[καταβιβάζω]], [[παρασύρω]], [[ψῆγμα]] χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. χρυσὸς καταφορευόμενος ὑπὸ ποταμῶν 3. 106· μεταφορ… ἀμήχανον… λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος…, θαυμάσιον [[ῥεῦμα]] (σειρὰν) συλλογισμῶν ἔχεις καταβιβάσει περὶ τῆς διαφορᾶς, οἱ συλλογισμοὶ ἐπλημμύρησαν ὡς ποταμοί…, Πλάτ. Πολ. 587 Ε· πολλὰ… κατεφόρει τῆς προνοίας, ἐξηκολούθει νὰ λέγῃ πολλὰ [[ἐναντίον]], Πλούτ. 2. 548C· καταγλωττίζειν, καταλαλεῖν, καὶ καταφορεῖν πολλοὺς λόγους. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:58, 5 August 2017
English (LSJ)
A = καταφέρω, of a river, carry down, ψῆγμα χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου Hdt.5.101, cf. 3.106 (Pass.): metaph., ἀμήχανον . . λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος . . you have poured forth a wonderful stream of calculation of the difference... Pl.R. 587e; πολλὰ . . κατεφόρει τῆς προνοίας he went on inveighing much against... Plu.2.548c.
Greek (Liddell-Scott)
καταφορέω: καταφέρω, ἐπὶ ποταμοῦ, καταβιβάζω, παρασύρω, ψῆγμα χρυσοῦ κ. ἐκ τοῦ Τμώλου Ἡρόδ. 5. 101, πρβλ. χρυσὸς καταφορευόμενος ὑπὸ ποταμῶν 3. 106· μεταφορ… ἀμήχανον… λογισμὸν καταπεφόρηκας τῆς διαφορότητος…, θαυμάσιον ῥεῦμα (σειρὰν) συλλογισμῶν ἔχεις καταβιβάσει περὶ τῆς διαφορᾶς, οἱ συλλογισμοὶ ἐπλημμύρησαν ὡς ποταμοί…, Πλάτ. Πολ. 587 Ε· πολλὰ… κατεφόρει τῆς προνοίας, ἐξηκολούθει νὰ λέγῃ πολλὰ ἐναντίον, Πλούτ. 2. 548C· καταγλωττίζειν, καταλαλεῖν, καὶ καταφορεῖν πολλοὺς λόγους.