κάτεργος: Difference between revisions
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
(c2) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] bearbeitet, bes. vom Lande, bestellt, Theophr.; τὸ κάτεργον, das Werk, LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] bearbeitet, bes. vom Lande, bestellt, Theophr.; τὸ κάτεργον, das Werk, LXX. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κάτεργος''': -ον, κατειργασμένος, κεκαλλιεργημένος, [[χώρα]] πᾶσα [[κάτεργος]] γέγονεν (ἀνθ’ οὖ ὀλίγῳ πρότερον εἶπε: διὰ τὸ κατειργάσθαι τὴν χώραν, ἀντιθέτων τῷ κατέργῳ χώρᾳ τὴν ἀργὸν) Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 5. ΙΙ. κάτεργον, τό, [[ἔργον]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. Λ΄, 16, ΛΕ΄, 21)· [[πλοῖον]] ἐν ᾧ καταναγκαστικῶς εἰργάζοντο οἱ κατάδικοι, Βυζ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:58, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A worked, cultivated, χώρα Thphr.CP5.14.5. II κάτεργον, τό, wages, PHib.1.119 (iii B.C.), PRev.Laws45.8 (iii B.C.), PCair.Zen.472.6 (iii B.C.), etc.; labour-costs, τὸ εἰς τὴν πλίνθον κ. γεινόμενον PSI4.365.4 (iii B.C.), cf. PLille1.50 (iii B.C.); εἰς κ. τῆς σκηνῆς for the service of the tabernacle, LXX Ex.30.16; εἰς πάντα τὰ κ. αὐτῆς ib.35.21.
German (Pape)
[Seite 1397] bearbeitet, bes. vom Lande, bestellt, Theophr.; τὸ κάτεργον, das Werk, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κάτεργος: -ον, κατειργασμένος, κεκαλλιεργημένος, χώρα πᾶσα κάτεργος γέγονεν (ἀνθ’ οὖ ὀλίγῳ πρότερον εἶπε: διὰ τὸ κατειργάσθαι τὴν χώραν, ἀντιθέτων τῷ κατέργῳ χώρᾳ τὴν ἀργὸν) Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 5. ΙΙ. κάτεργον, τό, ἔργον, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Λ΄, 16, ΛΕ΄, 21)· πλοῖον ἐν ᾧ καταναγκαστικῶς εἰργάζοντο οἱ κατάδικοι, Βυζ.