ψακάδιον: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(13_1)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1390.png Seite 1390]] τό, dim. von [[ψακάς]], Tröpfchen; bes. Staubregen, Theophr.; ψακαδίου γενομένου Polioch. bei Ath. II, 60 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1390.png Seite 1390]] τό, dim. von [[ψακάς]], Tröpfchen; bes. Staubregen, Theophr.; ψακαδίου γενομένου Polioch. bei Ath. II, 60 b.
}}
{{ls
|lstext='''ψᾰκάδιον''': μεταγεν. [[ψεκάδιον]], τό, ὑποκορ. τοῦ [[ψακάς]], λεπτὴ [[βροχή]], «ψηχάλα», καὶ [[κοχλίας]] γενομένου ψακαδίου ἠγρεύετ’ ἂν Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3.
}}
}}

Revision as of 10:01, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰκάδιον Medium diacritics: ψακάδιον Low diacritics: ψακάδιον Capitals: ΨΑΚΑΔΙΟΝ
Transliteration A: psakádion Transliteration B: psakadion Transliteration C: psakadion Beta Code: yaka/dion

English (LSJ)

later ψεκάδιον, τό, Dim. of ψακάς,

   A drizzle, Polioch.2.5, Thphr.CP2.9.3.

German (Pape)

[Seite 1390] τό, dim. von ψακάς, Tröpfchen; bes. Staubregen, Theophr.; ψακαδίου γενομένου Polioch. bei Ath. II, 60 b.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰκάδιον: μεταγεν. ψεκάδιον, τό, ὑποκορ. τοῦ ψακάς, λεπτὴ βροχή, «ψηχάλα», καὶ κοχλίας γενομένου ψακαδίου ἠγρεύετ’ ἂν Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3.