μεταπαύομαι: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(c2)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.
}}
{{ls
|lstext='''μεταπαύομαι''': μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ [[μεταξύ]], μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., ἀναπαύομαι [[μεταξύ]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.
}}
}}

Revision as of 10:03, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπαύομαι Medium diacritics: μεταπαύομαι Low diacritics: μεταπαύομαι Capitals: ΜΕΤΑΠΑΥΟΜΑΙ
Transliteration A: metapaúomai Transliteration B: metapauomai Transliteration C: metapayomai Beta Code: metapau/omai

English (LSJ)

   A rest between-whiles, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο Il.17.373.    II c. gen., cease from, ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης Opp. H.1.115.

German (Pape)

[Seite 152] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπαύομαι: μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ μεταξύ, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀναπαύομαι μεταξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.