ἐκχράω: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(13_4) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0787.png Seite 787]] (s. [[χράω]]), 1) ein Orakel geben, verkündigen; ἐξ ἀγαθῶν ἔχραον Pind. Ol. 7, 62; ὅτ' ἐξέχρη κακά Soph. O. C. 87. – 2) ausreichen, hinreichen; οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη Her. 8, 70; [[κῶς]] βασιλῆϊ ἐκχρήσει ταῦτα περιυβρίσθαι, wie wird es behagen, 3, 137. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0787.png Seite 787]] (s. [[χράω]]), 1) ein Orakel geben, verkündigen; ἐξ ἀγαθῶν ἔχραον Pind. Ol. 7, 62; ὅτ' ἐξέχρη κακά Soph. O. C. 87. – 2) ausreichen, hinreichen; οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη Her. 8, 70; [[κῶς]] βασιλῆϊ ἐκχρήσει ταῦτα περιυβρίσθαι, wie wird es behagen, 3, 137. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκχράω''': (ἴδε [[χράω]] γ), χρησμοδοτῶ, [[θεσπίζω]], τά πόλλ’ … ὅτ’ ἐξέχρη κακὰ Σοφ. Ο. Κ. 87, πρβλ. Πίνδ. Ο. 7. 170. ΙΙ. ἐξαρκῶ, οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ [[ἡμέρα]] Ἡρόδ. 8. 70· - ἀπροσ. ὡς τὸ ἀποχρᾷ μετ’ ἀπαρ., κῶς [[ταῦτα]] βασιλέϊ... ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; ὁ αὐτ. 3. 137. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:09, 5 August 2017
English (LSJ)
(v. χράω c),
A declare as an oracle, tell out, τὰ πόλλ' . . ὅτ' ἐξέχρη κακά S.OC87. II suffice, οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρα Hdt.8.70: impers., c. inf., κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; how will it suffice him, how will he be content to . . ? Id.3.137.
German (Pape)
[Seite 787] (s. χράω), 1) ein Orakel geben, verkündigen; ἐξ ἀγαθῶν ἔχραον Pind. Ol. 7, 62; ὅτ' ἐξέχρη κακά Soph. O. C. 87. – 2) ausreichen, hinreichen; οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη Her. 8, 70; κῶς βασιλῆϊ ἐκχρήσει ταῦτα περιυβρίσθαι, wie wird es behagen, 3, 137.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχράω: (ἴδε χράω γ), χρησμοδοτῶ, θεσπίζω, τά πόλλ’ … ὅτ’ ἐξέχρη κακὰ Σοφ. Ο. Κ. 87, πρβλ. Πίνδ. Ο. 7. 170. ΙΙ. ἐξαρκῶ, οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρα Ἡρόδ. 8. 70· - ἀπροσ. ὡς τὸ ἀποχρᾷ μετ’ ἀπαρ., κῶς ταῦτα βασιλέϊ... ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; ὁ αὐτ. 3. 137.