περιποιέω: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(13_6b) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0588.png Seite 588]] 1) machen, daß Einer übrig ist, am Leben lassen, erhalten; Her. 3, 36. 6, 13; Ggstz von διαφθεῖραι, 7, 52. 181, wie es Plat. def. a. E. heißt : σώζειν τὸ περιποιεῖν ἀβλαβῆ. So ἐκ κακῶν καὶ πολέμου, Lys. 6, 47; auch vom Gelde, erübrigen, Isae. 6, 38; ἀπ' ὀλίγων, Xen. oec. 2, 10. – 2) verschaffen, erwerben, Ῥόδον αὐτῷ, Dem. 15, 11; δυναστείας ἑαυτοῖς, Aesch. 3, 3; τινὶ τὴν στρατηγίαν, Pol. 4, 82, 6; τούτοις τὰς ἀρχάς, 20, 6, 3; auch τινὶ αἰσχύνην, 5, 58, 5; Sp., wie Luc. somn. 12; – häufiger im med. erübrigen, sich erwerben, verschaffen, δύναμιν, Thuc. 1, 9; τινί τι, Xen. An. 5, 6, 17; τὰς ψυχάς, ihr Leben erhalten, Cyr. 4, 4, 10; ἀπό τινος, Mem. 4, 2, 38; τὴν ἐκ τῶν Ἑλλήνων εὔνοιαν, Pol. 3, 6, 13, vgl. 24, 9, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0588.png Seite 588]] 1) machen, daß Einer übrig ist, am Leben lassen, erhalten; Her. 3, 36. 6, 13; Ggstz von διαφθεῖραι, 7, 52. 181, wie es Plat. def. a. E. heißt : σώζειν τὸ περιποιεῖν ἀβλαβῆ. So ἐκ κακῶν καὶ πολέμου, Lys. 6, 47; auch vom Gelde, erübrigen, Isae. 6, 38; ἀπ' ὀλίγων, Xen. oec. 2, 10. – 2) verschaffen, erwerben, Ῥόδον αὐτῷ, Dem. 15, 11; δυναστείας ἑαυτοῖς, Aesch. 3, 3; τινὶ τὴν στρατηγίαν, Pol. 4, 82, 6; τούτοις τὰς ἀρχάς, 20, 6, 3; auch τινὶ αἰσχύνην, 5, 58, 5; Sp., wie Luc. somn. 12; – häufiger im med. erübrigen, sich erwerben, verschaffen, δύναμιν, Thuc. 1, 9; τινί τι, Xen. An. 5, 6, 17; τὰς ψυχάς, ihr Leben erhalten, Cyr. 4, 4, 10; ἀπό τινος, Mem. 4, 2, 38; τὴν ἐκ τῶν Ἑλλήνων εὔνοιαν, Pol. 3, 6, 13, vgl. 24, 9, 6. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιποιέω''': [[κάμνω]] τι νὰ διαμείνῃ, [[διασῴζω]], διατηρῶ, ἀντίθετ. τῷ [[διαφθείρω]], Ἡρόδ. 3. 36., 7. 52, 181, Θουκ. 2. 25., 3. 102., 4. 105, Λυσ. 135. 33, κτλ.· ἐκ κακῶν καὶ πολέμου π. τινα ὁ αὐτ. 107. 22. 2) ἐπὶ χρημάτων κτλ., [[διασῴζω]], [[ἀποθησαυρίζω]], Ξεν. Οἰκ. 11, 10· ἀπ’ ὀλίγων [[αὐτόθι]] 2. 10, τῶν προσόδων, [[μέρος]] τῶν εἰσοδημάτων, Ἰσαῖ. 60. 10. 3) [[πορίζω]], προμηδεύω, [[προσάπτω]], προξενῶ, [[παρέχω]], αἰσχύνην τῇ πόλει Ἰσοκρ. π. Ἀντιδόσ. § 322· τὴν δυναστείαν ἑαυτοῖς Αἰσχίν. 54. 12, πρβλ. Δημ. 193. 20· π. τὰ πράγματα εἰς ἑαυτούς, λαμβάνουσι τὰ πράγματα εἰς τὴν ἐξουσίαν των, Θουκ. 8. 48, πρβλ. Ἰσαῖ. 64. 2. ΙΙ. Μέσ., διαφυλάττω ἢ σῴζω δι’ ἐμαυτόν, τὸ [[παιδίον]] Ἡρόδ. 1. 110· τὸ ζῆν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 30· ἐλπίδας ἑαυτῷ Δημ. 416. 4· ― κτῶμαι, δύναμιν, ἰσχὺν Θουκ. 1. 9, καὶ 15, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 6, 17· ἑαυτῷ [[ὄνομα]] καὶ δύναμιν π. [[αὐτόθι]] 5. 6, 47· παρὰ τοῦ πλήθους δόξαν Δημ. 164. 9· αὐτοῖς δυναστείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 12· ― ἀπολ., [[κερδαίνω]], χρηματίζομαι, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7. 3· ἀπό τινος [[αὐτόθι]] 4. 2. 38. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 464, 465. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:13, 5 August 2017
English (LSJ)
A cause to remain over and above, keep safe, preserve, Hdt. 3.36, al., Th.2.25, al., Lys.13.63, etc.; ἐκ κακῶν καὶ πολέμου ὑμᾶς αὐτοὺς π. Id.6.47. 2 of money, food, etc., save up, lay by, X.Oec.11.10 ; ἀπ' ὀλίγων ib.2.10 ; τῶν προσόδων part of the revenues, Is.6.38, cf. POxy.2148.17 (i A. D.). 3 obtain a net product or residue, Thphr.Lap.58. 4 generally, procure, secure, achieve, lay up, αἰσχύνην τῇ πόλει Isoc.15.301 ; π. τῇ πόλει τὰ εἰς τιμὴν ἀνήκοντα Milet.3 No.146.84 (iii B. C.); πολλὰ καὶ μεγάλα τῶν συμφερόντων τῇ πατρίδι IGRom.4.1757 (Sardes, i B. C.); δυναστείας ἑαυτοῖς Aeschin.3.3 (Med.), cf. D.15.11; τὰ πράγματα ἐς ἑαυτοὺς π. get things into their own hands, Th.8.48, cf. Is.7.6. II Med., keep or save for oneself, [τὸ παιδίον] Hdt.1.110 (sed leg. -ποιήσῃς) τὸ ζῆν Arist.Pol.1315a26; ἐλπίδας ἑαυτῷ D.19.240; compass, acquire, gain possession of, δύναμιν, ἰσχύν, Th.1.9,15 ; ἑαυτῷ ὄνομα καὶ δύναμιν π. X.An.5.6.17, cf. LXX 1 Ma.6.44; παρὰ τοῦ πλήθους δόξαν D.12.19; αὑτοῖς δυναστείαν Arist. Pol.1306a24; πρόβατα PMich.Zen.87.7(iii B. C.); [ἐκκλησίαν] διὰ τοῦ αἵματος Act.Ap.20.28; saue, τοσαῦτα ὥστε καὶ πλουτεῖν X.Mem.2.7.3; χρυσίον LXX 1 Ch.29.3 ; make gain, ἀπό τινος X.Mem.4.2.38 :— Pass., χρήματα περιποιηθησόμενα Cod.Just.1.4.26 Intr. 2 in sense of Act. 1.1, freq. in LXX, as Ge.12.12, al.
German (Pape)
[Seite 588] 1) machen, daß Einer übrig ist, am Leben lassen, erhalten; Her. 3, 36. 6, 13; Ggstz von διαφθεῖραι, 7, 52. 181, wie es Plat. def. a. E. heißt : σώζειν τὸ περιποιεῖν ἀβλαβῆ. So ἐκ κακῶν καὶ πολέμου, Lys. 6, 47; auch vom Gelde, erübrigen, Isae. 6, 38; ἀπ' ὀλίγων, Xen. oec. 2, 10. – 2) verschaffen, erwerben, Ῥόδον αὐτῷ, Dem. 15, 11; δυναστείας ἑαυτοῖς, Aesch. 3, 3; τινὶ τὴν στρατηγίαν, Pol. 4, 82, 6; τούτοις τὰς ἀρχάς, 20, 6, 3; auch τινὶ αἰσχύνην, 5, 58, 5; Sp., wie Luc. somn. 12; – häufiger im med. erübrigen, sich erwerben, verschaffen, δύναμιν, Thuc. 1, 9; τινί τι, Xen. An. 5, 6, 17; τὰς ψυχάς, ihr Leben erhalten, Cyr. 4, 4, 10; ἀπό τινος, Mem. 4, 2, 38; τὴν ἐκ τῶν Ἑλλήνων εὔνοιαν, Pol. 3, 6, 13, vgl. 24, 9, 6.
Greek (Liddell-Scott)
περιποιέω: κάμνω τι νὰ διαμείνῃ, διασῴζω, διατηρῶ, ἀντίθετ. τῷ διαφθείρω, Ἡρόδ. 3. 36., 7. 52, 181, Θουκ. 2. 25., 3. 102., 4. 105, Λυσ. 135. 33, κτλ.· ἐκ κακῶν καὶ πολέμου π. τινα ὁ αὐτ. 107. 22. 2) ἐπὶ χρημάτων κτλ., διασῴζω, ἀποθησαυρίζω, Ξεν. Οἰκ. 11, 10· ἀπ’ ὀλίγων αὐτόθι 2. 10, τῶν προσόδων, μέρος τῶν εἰσοδημάτων, Ἰσαῖ. 60. 10. 3) πορίζω, προμηδεύω, προσάπτω, προξενῶ, παρέχω, αἰσχύνην τῇ πόλει Ἰσοκρ. π. Ἀντιδόσ. § 322· τὴν δυναστείαν ἑαυτοῖς Αἰσχίν. 54. 12, πρβλ. Δημ. 193. 20· π. τὰ πράγματα εἰς ἑαυτούς, λαμβάνουσι τὰ πράγματα εἰς τὴν ἐξουσίαν των, Θουκ. 8. 48, πρβλ. Ἰσαῖ. 64. 2. ΙΙ. Μέσ., διαφυλάττω ἢ σῴζω δι’ ἐμαυτόν, τὸ παιδίον Ἡρόδ. 1. 110· τὸ ζῆν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 30· ἐλπίδας ἑαυτῷ Δημ. 416. 4· ― κτῶμαι, δύναμιν, ἰσχὺν Θουκ. 1. 9, καὶ 15, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 6, 17· ἑαυτῷ ὄνομα καὶ δύναμιν π. αὐτόθι 5. 6, 47· παρὰ τοῦ πλήθους δόξαν Δημ. 164. 9· αὐτοῖς δυναστείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 12· ― ἀπολ., κερδαίνω, χρηματίζομαι, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7. 3· ἀπό τινος αὐτόθι 4. 2. 38. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 464, 465.