εἰκότως: Difference between revisions
οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
(13_6a) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0727.png Seite 727]] (Adv. zu [[εἰκός]]), wahrscheinlicher Weise, muthmaßlich; καὶ οὐκ ἀλόγως ἀποβέβηκεν Isocr. 4, 150; [[ὑποπτεύω]] Thuc. 3, 53; nach Gebühr, mit Recht, νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς Aesch. Suppl. 403; ὡς [[εἰκότως]] εἶπες Plat. Epinom. 979 d. So oft Thuc. u. A. – Οὐκ [[εἰκότως]], ungerechter Weise, Thuc. 1, 37; – [[εἰκότως]] ἔχει, = [[εἰκός]] ἐστι, Eur. I. T. 911. – Oft steht es am Ende, so daß ein Satz mit γάρ sich anschließt. Thuc. 1, 77 Isocr. 1, 49; Wolf Dem. Lept. p. 252. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0727.png Seite 727]] (Adv. zu [[εἰκός]]), wahrscheinlicher Weise, muthmaßlich; καὶ οὐκ ἀλόγως ἀποβέβηκεν Isocr. 4, 150; [[ὑποπτεύω]] Thuc. 3, 53; nach Gebühr, mit Recht, νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς Aesch. Suppl. 403; ὡς [[εἰκότως]] εἶπες Plat. Epinom. 979 d. So oft Thuc. u. A. – Οὐκ [[εἰκότως]], ungerechter Weise, Thuc. 1, 37; – [[εἰκότως]] ἔχει, = [[εἰκός]] ἐστι, Eur. I. T. 911. – Oft steht es am Ende, so daß ein Satz mit γάρ sich anschließt. Thuc. 1, 77 Isocr. 1, 49; Wolf Dem. Lept. p. 252. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εἰκότως''': ἐπίρρ. ἐκ τῆς Ἀττ. μετοχ. τοῦ πρκμ. [[ἔοικα]], κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, [[πρεπόντως]], [[μετὰ]] δοτ. Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 915· «[[εἰκότως]]· [[πρεπόντως]], εὐλόγως, δικαίως» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 103, Σοφ. Ο. Κ. 432, 977, καὶ [[συχν]]. παρὰ πεζογράφοις· [[εἰκότως]] ἔχει, [[εἶναι]] λογικόν, εὔλογον, ὀρθόν, Εὐρ. Ι. Τ. 911, πρβλ. Ὀρ. 737· εἰκ. δοκεῖ Ἀνδοκ. 18. 21, πρβλ. ἐν τέλ.· οὐκ [[εἰκότως]], ἀλόγως, Θουκ. 1. 37· [[συχνάκις]] ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ γὰρ [[αὐτόθι]] 77, Ἰσοκρ. 253D ὁ Δημ. [[συχνάκις]] θέτει αὐτὸ ἐν τέλει προτάσεων, ὡς τὸ Λατ. nec mirum. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 5 August 2017
English (LSJ)
Adv. of εἰκώς, Att. pf. part. of ἔοικα,
A suitably, c. dat., A. Ag.915; fairly, reasonably, Id.Supp.403 (lyr.), S.OC432, 977, Isoc.12.101, etc.; εἰ. ἔχει 'tis reasonable, E.IT911, cf. Or.737 (troch.); εἰ. δοκεῖ And.1.140, cf. 142; οὐκ εἰ. unreasonably, Th. 1.37: folld. by γάρ, ib.77: freq. at the end of sentences, D.1.10, al., Pl.La.183b.
German (Pape)
[Seite 727] (Adv. zu εἰκός), wahrscheinlicher Weise, muthmaßlich; καὶ οὐκ ἀλόγως ἀποβέβηκεν Isocr. 4, 150; ὑποπτεύω Thuc. 3, 53; nach Gebühr, mit Recht, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς Aesch. Suppl. 403; ὡς εἰκότως εἶπες Plat. Epinom. 979 d. So oft Thuc. u. A. – Οὐκ εἰκότως, ungerechter Weise, Thuc. 1, 37; – εἰκότως ἔχει, = εἰκός ἐστι, Eur. I. T. 911. – Oft steht es am Ende, so daß ein Satz mit γάρ sich anschließt. Thuc. 1, 77 Isocr. 1, 49; Wolf Dem. Lept. p. 252.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκότως: ἐπίρρ. ἐκ τῆς Ἀττ. μετοχ. τοῦ πρκμ. ἔοικα, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, πρεπόντως, μετὰ δοτ. Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 915· «εἰκότως· πρεπόντως, εὐλόγως, δικαίως» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 103, Σοφ. Ο. Κ. 432, 977, καὶ συχν. παρὰ πεζογράφοις· εἰκότως ἔχει, εἶναι λογικόν, εὔλογον, ὀρθόν, Εὐρ. Ι. Τ. 911, πρβλ. Ὀρ. 737· εἰκ. δοκεῖ Ἀνδοκ. 18. 21, πρβλ. ἐν τέλ.· οὐκ εἰκότως, ἀλόγως, Θουκ. 1. 37· συχνάκις ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ γὰρ αὐτόθι 77, Ἰσοκρ. 253D ὁ Δημ. συχνάκις θέτει αὐτὸ ἐν τέλει προτάσεων, ὡς τὸ Λατ. nec mirum.