ἀνεύρυσμα: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(c1) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0227.png Seite 227]] τό, die Erweiterung, bes. Schlagadergeschwulst, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0227.png Seite 227]] τό, die Erweiterung, bes. Schlagadergeschwulst, Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνεύρυσμα''': -ατος, τό, [[πλάτυνσις]], [[κυρίως]] [[οἴδημα]] ἀρτηρίας, Γαλην. 10. 355, κτλ., ἴδε Daremberg Ὀρειβάσ. 4. 660˙ «εὐαφῆ ὄγκον καὶ τοῖς δακτύλοις ὑπείκοντα, ἐξ αἵματός τε καὶ πνεύματος γένεσιν ἔχοντα» Παῦλ. Αἰγ. 6. 37, σ. 188. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:26, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A aneurism, Ruf. ap.Aët.14.51, Antyll. ap. Orib.45.24.1, Gal.7.725, 10.335.
German (Pape)
[Seite 227] τό, die Erweiterung, bes. Schlagadergeschwulst, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεύρυσμα: -ατος, τό, πλάτυνσις, κυρίως οἴδημα ἀρτηρίας, Γαλην. 10. 355, κτλ., ἴδε Daremberg Ὀρειβάσ. 4. 660˙ «εὐαφῆ ὄγκον καὶ τοῖς δακτύλοις ὑπείκοντα, ἐξ αἵματός τε καὶ πνεύματος γένεσιν ἔχοντα» Παῦλ. Αἰγ. 6. 37, σ. 188.