καταδουπέω: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(13_2)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1347.png Seite 1347]] (s. [[δουπέω]]), krachend niederstürzen, τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ Antip. Sid. 96 (VII, 637). – Sp. auch transit., betäuben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1347.png Seite 1347]] (s. [[δουπέω]]), krachend niederstürzen, τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ Antip. Sid. 96 (VII, 637). – Sp. auch transit., betäuben.
}}
{{ls
|lstext='''καταδουπέω''': [[πίπτω]] [[μετὰ]] δούπου ἢ ἰσχυροῦ ἤχου, τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ Ἀνθ. Π. 7. 637. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κατέδουπε· τέθνηκε». ΙΙ. μεταβ., διὰ τοῦ δούπου «ξεκωφαίνω», Νικήτ. Χρον. 2. 7.
}}
}}

Revision as of 10:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδουπέω Medium diacritics: καταδουπέω Low diacritics: καταδουπέω Capitals: ΚΑΤΑΔΟΥΠΕΩ
Transliteration A: katadoupéō Transliteration B: katadoupeō Transliteration C: katadoupeo Beta Code: katadoupe/w

English (LSJ)

   A fall with a loud heavy sound, crash, aor. 2, τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ AP7.637 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1347] (s. δουπέω), krachend niederstürzen, τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ Antip. Sid. 96 (VII, 637). – Sp. auch transit., betäuben.

Greek (Liddell-Scott)

καταδουπέω: πίπτω μετὰ δούπου ἢ ἰσχυροῦ ἤχου, τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ Ἀνθ. Π. 7. 637. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κατέδουπε· τέθνηκε». ΙΙ. μεταβ., διὰ τοῦ δούπου «ξεκωφαίνω», Νικήτ. Χρον. 2. 7.