ἔρα: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(13_2)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1016.png Seite 1016]] terra, Erde, als Stammform von dem Folgenden, vgl. Schol. Il. 1, 4, von [[ἔνεροι]], wenigstens bei den Alten, u. von ἔρημοι u. ä. angenommen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1016.png Seite 1016]] terra, Erde, als Stammform von dem Folgenden, vgl. Schol. Il. 1, 4, von [[ἔνεροι]], wenigstens bei den Alten, u. von ἔρημοι u. ä. angenommen.
}}
{{ls
|lstext='''ἔρα''': ἡ τὸ Λατ. terra, γῆ, μόνον παρὰ Γραμμ.: [[ἐντεῦθεν]] Ἐπίρρ. ἔραζε, εἰς τὴν γῆν, ἐπὶ τῆς γῆς, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Ὀδ. Ο. 527· ἀπό δ’ εἴδατα χεῦεν ἔρ. Χ. 85, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. 471· οὕτω, νιφάδες δ’ ὥς πῖπτον ἔρ. Ἰλ. Μ. 156· οὑμὸς δὲ [[πότμος]]… κυρῶν ἄνω ἔρ. πίπτει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· βραβύλοισι καταβρίθοντες [[ἔρασδε]] Θεόκρ. 7. 146· ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, θάλλειν Μόσχ. 2. 66.
}}
}}

Revision as of 10:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρα Medium diacritics: ἔρα Low diacritics: έρα Capitals: ΕΡΑ
Transliteration A: éra Transliteration B: era Transliteration C: era Beta Code: e)/ra

English (LSJ)

ἡ,

   A earth, Erot.s.v. ἕρπει, Sch.Il.Oxy.221x28, EM369.24 Hsch. (also expld. as, = κοιλία), cf. Str.16.4.27:—Adv. ἔραζε, Dor. ἔρασδε, to earth, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Od.15.527 ; ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔ. 22.85, cf. Hes.Op.421,473 ; so νιφάδες δ' ὡς πῖπτον ἔ. Il.12.156 ; οὑμὸς δὲ πότμος..κυρῶν ἄνω ἔ. πίπτει A.Fr.159 ; ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε Theoc.7.146 ; on the ground, θάλλειν Mosch.2.66.

German (Pape)

[Seite 1016] terra, Erde, als Stammform von dem Folgenden, vgl. Schol. Il. 1, 4, von ἔνεροι, wenigstens bei den Alten, u. von ἔρημοι u. ä. angenommen.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρα: ἡ τὸ Λατ. terra, γῆ, μόνον παρὰ Γραμμ.: ἐντεῦθεν Ἐπίρρ. ἔραζε, εἰς τὴν γῆν, ἐπὶ τῆς γῆς, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Ὀδ. Ο. 527· ἀπό δ’ εἴδατα χεῦεν ἔρ. Χ. 85, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. 471· οὕτω, νιφάδες δ’ ὥς πῖπτον ἔρ. Ἰλ. Μ. 156· οὑμὸς δὲ πότμος… κυρῶν ἄνω ἔρ. πίπτει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε Θεόκρ. 7. 146· ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, θάλλειν Μόσχ. 2. 66.