θέλκτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(c1) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] ορος, = [[θελκτήριος]], [[Πειθώ]] Aeschyl. Suppl. 1023. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] ορος, = [[θελκτήριος]], [[Πειθώ]] Aeschyl. Suppl. 1023. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θέλκτωρ''': [[θελκτήρ]], Σουΐδ. ([[οὕτως]] ὁ Δινδ. ἀντὶ θελκτώ)· θέλκτορι ὀρθῶς γράφεται ὑπὸ τοῦ Bothe ἀντὶ θεάκτορι (κατὰ τὸ Μεδ. χειρόγρ.) ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1040. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:41, 5 August 2017
English (LSJ)
A = θελκτήρ, A.Supp.1040 (lyr., θεάκτ- cod. M), cf. Suid. (θελκτώ codd.).
German (Pape)
[Seite 1193] ορος, = θελκτήριος, Πειθώ Aeschyl. Suppl. 1023.
Greek (Liddell-Scott)
θέλκτωρ: θελκτήρ, Σουΐδ. (οὕτως ὁ Δινδ. ἀντὶ θελκτώ)· θέλκτορι ὀρθῶς γράφεται ὑπὸ τοῦ Bothe ἀντὶ θεάκτορι (κατὰ τὸ Μεδ. χειρόγρ.) ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1040.