Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὄσχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn

Menander, Monostichoi, 155
(13_4)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0401.png Seite 401]] ὁ, od. ὦσχος, = [[ὄσχη]], ἡμερίδος, Ar. Ach. 961; bes. wie [[ὄσχη]] 1); bei Ath. XI, 795 f bezieht sich τρέχειν δ' αὐτοὺς ἔχοντας ἀμπέλου κλάδον κατάκαρπον, τὸν καλούμενον ὦσχον auf das im Folgenden erwähnte Fest.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0401.png Seite 401]] ὁ, od. ὦσχος, = [[ὄσχη]], ἡμερίδος, Ar. Ach. 961; bes. wie [[ὄσχη]] 1); bei Ath. XI, 795 f bezieht sich τρέχειν δ' αὐτοὺς ἔχοντας ἀμπέλου κλάδον κατάκαρπον, τὸν καλούμενον ὦσχον auf das im Folgenden erwähnte Fest.
}}
{{ls
|lstext='''ὄσχος''': ὁ, = [[μόσχος]] (Α), νέον [[κλῆμα]] ἀμπέλου, [[μάλιστα]] [[μετὰ]] τῶν βοτρύων, [[ὄσχος]] ἡμερίδος Ἀριστοφ. Ἀχ. 997· Ἀθήνησιν ἀγῶνα ἐπιτελεῖσθαι τῶν ἐφήβων δρόμου· τρέχειν δὲ αὐτοὺς ἔχοντας ἀμπέλου κλάδον κατάκαρπον, τὸν καλούμενον ὄσχον (ὦσχον τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφ.) Ἀθήν. 495F· πρβλ. ὀσχοφορία. (Ἴδε ἐν λέξει [[ὄζος]]). - Ὑπάρχει καὶ [[τύπος]] [[ὄσχη]], «ἡ δὲ [[ὄσχη]] κλῆμά ἐστι [[βότρυς]] ἐξηρτημένους ἔχον· ταύτην δὲ [[ἔνιοι]] ὀρεσχάδα καλοῦσιν» Σουΐδ., Ἁρποκρ., πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ὠσχοφόρια.
}}
}}

Revision as of 10:46, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄσχος Medium diacritics: ὄσχος Low diacritics: όσχος Capitals: ΟΣΧΟΣ
Transliteration A: óschos Transliteration B: oschos Transliteration C: oschos Beta Code: o)/sxos

English (LSJ)

ὁ,

   A v. ὦσχος; for Hp.Mul.2.204, v. ὄχος.

German (Pape)

[Seite 401] ὁ, od. ὦσχος, = ὄσχη, ἡμερίδος, Ar. Ach. 961; bes. wie ὄσχη 1); bei Ath. XI, 795 f bezieht sich τρέχειν δ' αὐτοὺς ἔχοντας ἀμπέλου κλάδον κατάκαρπον, τὸν καλούμενον ὦσχον auf das im Folgenden erwähnte Fest.

Greek (Liddell-Scott)

ὄσχος: ὁ, = μόσχος (Α), νέον κλῆμα ἀμπέλου, μάλιστα μετὰ τῶν βοτρύων, ὄσχος ἡμερίδος Ἀριστοφ. Ἀχ. 997· Ἀθήνησιν ἀγῶνα ἐπιτελεῖσθαι τῶν ἐφήβων δρόμου· τρέχειν δὲ αὐτοὺς ἔχοντας ἀμπέλου κλάδον κατάκαρπον, τὸν καλούμενον ὄσχον (ὦσχον τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφ.) Ἀθήν. 495F· πρβλ. ὀσχοφορία. (Ἴδε ἐν λέξει ὄζος). - Ὑπάρχει καὶ τύπος ὄσχη, «ἡ δὲ ὄσχη κλῆμά ἐστι βότρυς ἐξηρτημένους ἔχον· ταύτην δὲ ἔνιοι ὀρεσχάδα καλοῦσιν» Σουΐδ., Ἁρποκρ., πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ὠσχοφόρια.