προσαυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(c2)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0752.png Seite 752]] = [[προσαυράω]], tragic. bei Hesych. προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ, statt προσπίπτουσα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0752.png Seite 752]] = [[προσαυράω]], tragic. bei Hesych. προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ, statt προσπίπτουσα.
}}
{{ls
|lstext='''προσαυρίζω''': «προσαυρίζουσα χερσαία τροχῇ (Τραγ. Ἀποσπ. 204)· ὑπὸ τῆς αὔρας ἡ νοτὶς προσπίπτουσα τῇ τροχῇ· δύναται δὲ [[οἷον]] καταλαμβάνουσα· ἐπαυρεῖν γὰρ τὸ καταλαμβάνειν καὶ ἐπιτυγχάνειν» Ἡσύχ., ἴδε (Kaib.), Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 402. ― Ἔχει [[προσέτι]] ὁ Ἡσύχιος ἀόρ. «προσαυρών· προστυχών»· καὶ «προσηύρετο (Φώτ. προσαύρετο)· προσέτυχε, προσηγάγετο».
}}
}}

Revision as of 10:47, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαυρίζω Medium diacritics: προσαυρίζω Low diacritics: προσαυρίζω Capitals: ΠΡΟΣΑΥΡΙΖΩ
Transliteration A: prosaurízō Transliteration B: prosaurizō Transliteration C: prosavrizo Beta Code: prosauri/zw

English (LSJ)

   A meet with, νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ προχῇ Trag.Adesp.261 (ap.Hsch., who also has προσαυρών· προστυχών, and προσηύρετο (Phot. προσαύρετο) · προσέτυχε, προσηγάγετο).

German (Pape)

[Seite 752] = προσαυράω, tragic. bei Hesych. προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ, statt προσπίπτουσα.

Greek (Liddell-Scott)

προσαυρίζω: «προσαυρίζουσα χερσαία τροχῇ (Τραγ. Ἀποσπ. 204)· ὑπὸ τῆς αὔρας ἡ νοτὶς προσπίπτουσα τῇ τροχῇ· δύναται δὲ οἷον καταλαμβάνουσα· ἐπαυρεῖν γὰρ τὸ καταλαμβάνειν καὶ ἐπιτυγχάνειν» Ἡσύχ., ἴδε (Kaib.), Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 402. ― Ἔχει προσέτι ὁ Ἡσύχιος ἀόρ. «προσαυρών· προστυχών»· καὶ «προσηύρετο (Φώτ. προσαύρετο)· προσέτυχε, προσηγάγετο».