συναπτικός: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(13_2) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1003.png Seite 1003]] ή, όν, verbindend, anknüpfend, [[σύνδεσμος]], Plut. de εἰ ap. Delph. 6; adv. συναπτικῶς, = [[εὐθέως]], [[ἄφαρ]], Schol. Od. 2, 169. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1003.png Seite 1003]] ή, όν, verbindend, anknüpfend, [[σύνδεσμος]], Plut. de εἰ ap. Delph. 6; adv. συναπτικῶς, = [[εὐθέως]], [[ἄφαρ]], Schol. Od. 2, 169. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συναπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύναψιν, [[συνδετικός]], [[συμπλεκτικός]], σ. [[σύνδεσμος]] ἢ μόνον ὁ σ., [[σύνδεσμος]] [[συμπλεκτικός]], Πλούτ. 2. 385Ε, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 501. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 189· διάφ. γραφὴ ἀντὶ συναπτῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:52, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of adjusting, τῶν μερῶν πρὸς ἄλληλα Phld.Piet.8. II Gramm., σ. σύνδεσμος or ὁ σ. alone, hypothetical conjunction (εἰ, εἴπερ, etc.), Chrysipp.Stoic.2.68, D.T. 642.32, Plu.2.386f, A.D.Conj.218.11. Adv. -κῶς, gloss on αὐτοσχεδόν, Sch.Hes.Sc.189; on ἄφαρ, Sch.D Od.2.169. III = συστρεπτικός, of cold, Gal.17(2).37.
German (Pape)
[Seite 1003] ή, όν, verbindend, anknüpfend, σύνδεσμος, Plut. de εἰ ap. Delph. 6; adv. συναπτικῶς, = εὐθέως, ἄφαρ, Schol. Od. 2, 169.
Greek (Liddell-Scott)
συναπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς σύναψιν, συνδετικός, συμπλεκτικός, σ. σύνδεσμος ἢ μόνον ὁ σ., σύνδεσμος συμπλεκτικός, Πλούτ. 2. 385Ε, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 501. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 189· διάφ. γραφὴ ἀντὶ συναπτῶς, Εὐστ. εἰς Ὀδ. Β. 169.