κλισίον: Difference between revisions

From LSJ

τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι (Hesiod, Works and Days 289) → But between us and Goodness the gods have placed the sweat of our brows

Source
(7)
 
(6_21)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=klisi/on
|Beta Code=klisi/on
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[κλεισίον]].</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[κλεισίον]].</span>
}}
{{ls
|lstext='''κλῑσίον''': τό, ἐξωτερικὸς [[οἶκος]], αὐλὴ [[ὑπόστεγος]] χρησιμεύουσα ὡς σταθμὸς ὑποζυγίων καὶ ὡς [[ἐργαστήριον]], τῆς οἰκίας τὸ κλ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 2· τριῶν ἡμῖν οὐσῶν οἰκιῶν…, [[κλισίον]] μισθωσάμενοι Λυσ. 121. 55· [[δυσώνυμος]] [[οἰκία]], [[πορνεῖον]], Δημ. 270. 10. Ἡ [[ποσότης]] τῆς λέξεως ταύτης ὁρίζεται ἐκ τοῦ Ἀντιφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Δράκ. 37. 19, Ἐτυμ. Μέγ. 520. 14, [[ἔνθα]] [[ὡσαύτως]] λέγεται ὅτι [[εἶναι]] παροξύτ.· ὁ Δινδ. ἀκολουθεῖ τοῖς Γραμμ. τούτοις καὶ τῷ Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1957. 62, γράφων: κλεισίον ἐκ τοῦ [[κλείω]], πρβλ. [[κλισιάδες]]· ἐνῷ τὸ Ὁμηρ. [[κλίσιον]] πρέπει νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν √ΚΛΙ, [[κλίνω]].
}}
}}

Revision as of 10:52, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑσίον Medium diacritics: κλισίον Low diacritics: κλισίον Capitals: ΚΛΙΣΙΟΝ
Transliteration A: klisíon Transliteration B: klision Transliteration C: klision Beta Code: klisi/on

English (LSJ)

   A v. κλεισίον.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑσίον: τό, ἐξωτερικὸς οἶκος, αὐλὴ ὑπόστεγος χρησιμεύουσα ὡς σταθμὸς ὑποζυγίων καὶ ὡς ἐργαστήριον, τῆς οἰκίας τὸ κλ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 2· τριῶν ἡμῖν οὐσῶν οἰκιῶν…, κλισίον μισθωσάμενοι Λυσ. 121. 55· δυσώνυμος οἰκία, πορνεῖον, Δημ. 270. 10. Ἡ ποσότης τῆς λέξεως ταύτης ὁρίζεται ἐκ τοῦ Ἀντιφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Δράκ. 37. 19, Ἐτυμ. Μέγ. 520. 14, ἔνθα ὡσαύτως λέγεται ὅτι εἶναι παροξύτ.· ὁ Δινδ. ἀκολουθεῖ τοῖς Γραμμ. τούτοις καὶ τῷ Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1957. 62, γράφων: κλεισίον ἐκ τοῦ κλείω, πρβλ. κλισιάδες· ἐνῷ τὸ Ὁμηρ. κλίσιον πρέπει νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν √ΚΛΙ, κλίνω.