ψιμίθιον: Difference between revisions
From LSJ
Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl
(13_2) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1400.png Seite 1400]] τό, spätere Form statt [[ψιμύθιον]]; so auch ψιμιθιοφανής, ές, ψιμιθιόω, ψιμιθισμός, ὁ, ψίμιθος, ὁ, spätere Form statt [[ψίμυθος]], w. m. s. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1400.png Seite 1400]] τό, spätere Form statt [[ψιμύθιον]]; so auch ψιμιθιοφανής, ές, ψιμιθιόω, ψιμιθισμός, ὁ, ψίμιθος, ὁ, spätere Form statt [[ψίμυθος]], w. m. s. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψιμίθιον''': ψιμιθιόω, κτλ. μεταγενέστερα καὶ ἡμαρτημένα ἀντὶ [[ψιμύθιον]], κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 5 August 2017
English (LSJ)
A v. ψιμύθιον.
German (Pape)
[Seite 1400] τό, spätere Form statt ψιμύθιον; so auch ψιμιθιοφανής, ές, ψιμιθιόω, ψιμιθισμός, ὁ, ψίμιθος, ὁ, spätere Form statt ψίμυθος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ψιμίθιον: ψιμιθιόω, κτλ. μεταγενέστερα καὶ ἡμαρτημένα ἀντὶ ψιμύθιον, κτλ.