προσκυνητέος: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(10)
 
(6_4)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=proskunhte/os
|Beta Code=proskunhte/os
|Definition=α, ον, in fem.,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">adoranda</b>, Gloss.</span>
|Definition=α, ον, in fem.,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">adoranda</b>, Gloss.</span>
}}
{{ls
|lstext='''προσκῠνητέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ προσκυνεῖν, καὶ προσκυνητέον, δεῖ προσκυνεῖν, Ἀθαν. τ. 2, σ. 229, Ὠριγ. κ. Κέλσ. σ. 245, Μαξίμ. Πλαν. Μετάφρ. Ὀβιδ. Μεταμορφ. 11. 392, Θεόδ. Στουδ. 80C, 506C, κτλ.
}}
}}

Revision as of 10:57, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκῠνητέος Medium diacritics: προσκυνητέος Low diacritics: προσκυνητέος Capitals: ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΟΣ
Transliteration A: proskynētéos Transliteration B: proskynēteos Transliteration C: proskyniteos Beta Code: proskunhte/os

English (LSJ)

α, ον, in fem.,=

   A adoranda, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

προσκῠνητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ προσκυνεῖν, καὶ προσκυνητέον, δεῖ προσκυνεῖν, Ἀθαν. τ. 2, σ. 229, Ὠριγ. κ. Κέλσ. σ. 245, Μαξίμ. Πλαν. Μετάφρ. Ὀβιδ. Μεταμορφ. 11. 392, Θεόδ. Στουδ. 80C, 506C, κτλ.