ἐφεκτικός: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(13_5) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1114.png Seite 1114]] ή, όν, anhaltend, zurückhaltend, ἐφεκτικοὶ κοιλίας, d. i. verstopfend, Ath. II, 57 d, wie VIII, 355 e; Medic.; οἱ ἐφεκτικοί heißen die Skeptiker, Sext. Emp. adv. eth. 152; ἡ σκεπτικὴ ἀγωγὴ καλεῖται καὶ ἐφεκτικὴ ἀπὸ τοῦ μετὰ τὴν ζήτησιν περὶ τὸν σκεπτόμενον γινομένου πάθους id. Pyrrh. 1, 7, wie sie auch ἀπορητικοί heißen. Vgl. [[ἐπέχω]]. – Ἑφεκτικῶς, Stob. ecl. phys. 1, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1114.png Seite 1114]] ή, όν, anhaltend, zurückhaltend, ἐφεκτικοὶ κοιλίας, d. i. verstopfend, Ath. II, 57 d, wie VIII, 355 e; Medic.; οἱ ἐφεκτικοί heißen die Skeptiker, Sext. Emp. adv. eth. 152; ἡ σκεπτικὴ ἀγωγὴ καλεῖται καὶ ἐφεκτικὴ ἀπὸ τοῦ μετὰ τὴν ζήτησιν περὶ τὸν σκεπτόμενον γινομένου πάθους id. Pyrrh. 1, 7, wie sie auch ἀπορητικοί heißen. Vgl. [[ἐπέχω]]. – Ἑφεκτικῶς, Stob. ecl. phys. 1, 7. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐφεκτικός''': -ή, -όν, ([[ἐπέχω]]) ἱκανὸς νὰ ἐμποδίσῃ ἢ σταματήσῃ, τῆς κοιλίας Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 355Ε· σηπεδόνων Διοσκ. 5. 126: ― οἱ σκεπτικοὶ φιλόσοφοι ἐκαλοῦντο ἐφεκτικοί, [[διότι]] ἀείποτε ἐπεῖχον, [[ἤτοι]] εἶχον ἐκκρεμῆ τὴν ἑαυτῶν γνώμην καὶ δὲν [[ἤθελον]] νὰ βεβαιώσωσιν ἢ ν’ ἀρνηθῶσί τι ὁριστικῶς, Gell. 11. 5· ἴδε ἐποχὴ ΙΙ. κἑξ. ― Ἐπίρρ. κῶς Στοβ. Ἐκλογ. 1. 78. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:59, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A able to check or stop, κοιλίας Diph.Siph. ap. Ath.8.355e, Mnesith. ap. eund.2.57d; ἱδρώτων Dsc. 1.30; ἀφροδισίων Gp.12.27.3 (Comp.); σηπεδόνων Dsc.5.109. II practising suspense of judgement, of the Sceptics, Stoic.2.37, Gell.11.5.6, Philostr.VS1.8.4, D.L.Prooem. 16, Syrian.in Metaph.73.16. Adv. -κῶς Arr.Epict.1.14.7. III Geom., ἐ. τόπος immobile locus, opp. διεξοδικός (q.v.), Apollon.Perg.Fr.22.
German (Pape)
[Seite 1114] ή, όν, anhaltend, zurückhaltend, ἐφεκτικοὶ κοιλίας, d. i. verstopfend, Ath. II, 57 d, wie VIII, 355 e; Medic.; οἱ ἐφεκτικοί heißen die Skeptiker, Sext. Emp. adv. eth. 152; ἡ σκεπτικὴ ἀγωγὴ καλεῖται καὶ ἐφεκτικὴ ἀπὸ τοῦ μετὰ τὴν ζήτησιν περὶ τὸν σκεπτόμενον γινομένου πάθους id. Pyrrh. 1, 7, wie sie auch ἀπορητικοί heißen. Vgl. ἐπέχω. – Ἑφεκτικῶς, Stob. ecl. phys. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφεκτικός: -ή, -όν, (ἐπέχω) ἱκανὸς νὰ ἐμποδίσῃ ἢ σταματήσῃ, τῆς κοιλίας Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 355Ε· σηπεδόνων Διοσκ. 5. 126: ― οἱ σκεπτικοὶ φιλόσοφοι ἐκαλοῦντο ἐφεκτικοί, διότι ἀείποτε ἐπεῖχον, ἤτοι εἶχον ἐκκρεμῆ τὴν ἑαυτῶν γνώμην καὶ δὲν ἤθελον νὰ βεβαιώσωσιν ἢ ν’ ἀρνηθῶσί τι ὁριστικῶς, Gell. 11. 5· ἴδε ἐποχὴ ΙΙ. κἑξ. ― Ἐπίρρ. κῶς Στοβ. Ἐκλογ. 1. 78.