ὁμότροφος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
(13_6a)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0341.png Seite 341]] gemeinschaftlich mit Einem, zusammen auferzogen, herangewachsen; τινί Il. h. Apoll. 199, τινός Hom. h. 8, 2, an beiden Stellen von Zwillingsgeschwistern; ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποις θηρία sind Hausthiere, Her. 2, 66; Ar. Av. 329 vrbdt ὃς γὰρ [[φίλος]] ἦν ὁμότροφά θ' ἡμῖν ἐνέμετο πεδία, wo der Schol. erkl. οἷον τὴν αὐτὴν ἡμῖν κατανομὴν νεμόμενα, u. Andere ὁμοτρόφα schreiben wollen; es steht für [[ὁμότροφος]] τὰ αὐτὰ πεδία ἡμῖν ἐνέμετο; übertr. auf den Geist, Plat. Phaedr. 83 d u. Sp. – Ὁμοτρόφος, gemeinschaftlich ernährend, aufziehend (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0341.png Seite 341]] gemeinschaftlich mit Einem, zusammen auferzogen, herangewachsen; τινί Il. h. Apoll. 199, τινός Hom. h. 8, 2, an beiden Stellen von Zwillingsgeschwistern; ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποις θηρία sind Hausthiere, Her. 2, 66; Ar. Av. 329 vrbdt ὃς γὰρ [[φίλος]] ἦν ὁμότροφά θ' ἡμῖν ἐνέμετο πεδία, wo der Schol. erkl. οἷον τὴν αὐτὴν ἡμῖν κατανομὴν νεμόμενα, u. Andere ὁμοτρόφα schreiben wollen; es steht für [[ὁμότροφος]] τὰ αὐτὰ πεδία ἡμῖν ἐνέμετο; übertr. auf den Geist, Plat. Phaedr. 83 d u. Sp. – Ὁμοτρόφος, gemeinschaftlich ernährend, aufziehend (?).
}}
{{ls
|lstext='''ὁμότροφος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἀνατραφείς, τινι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 199· ἀλλὰ καὶ τινὸς Ὁμ. Ὕμν. 8. 2 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπὶ διδύμων)· ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία, ἐπὶ κατοικιδίων ζῴων, Ἡρόδ. 2. 66. ΙΙ. ἀπολ., ὁ [[ὁμοῦ]] ἐσθίων, ἔχων τὴν αὐτὴν δίαιταν, Πλάτ., πρβλ. [[ὁμότροπος]]. 2) ὁμότροφα δ’ ἡμῖν ἐνέμετο πεδία, ἐνέμετο δὲ πεδιάδας ἐν αἷς [[ὁμοῦ]] ἐτρεφόμεθα, ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 329.
}}
}}

Revision as of 10:59, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμότροφος Medium diacritics: ὁμότροφος Low diacritics: ομότροφος Capitals: ΟΜΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: homótrophos Transliteration B: homotrophos Transliteration C: omotrofos Beta Code: o(mo/trofos

English (LSJ)

ον,

   A reared or bred together with, τινι h.Ap.199 ; τινος h.Hom.9.2 (in both places of Artemis and Apollo); Δίκα καὶ ὁ. Εἰρήνα Pi.O.13.7 (cf. ὁμότροπος); ὁ. τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία, of domestic animals, Hdt.2.66.    II abs., feeding together, having the same diet, Pl.Phd.83d (v. ὁμότροπος).    2 ὁ. πεδία plains where we fed in common, Ar.Av.329.

German (Pape)

[Seite 341] gemeinschaftlich mit Einem, zusammen auferzogen, herangewachsen; τινί Il. h. Apoll. 199, τινός Hom. h. 8, 2, an beiden Stellen von Zwillingsgeschwistern; ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποις θηρία sind Hausthiere, Her. 2, 66; Ar. Av. 329 vrbdt ὃς γὰρ φίλος ἦν ὁμότροφά θ' ἡμῖν ἐνέμετο πεδία, wo der Schol. erkl. οἷον τὴν αὐτὴν ἡμῖν κατανομὴν νεμόμενα, u. Andere ὁμοτρόφα schreiben wollen; es steht für ὁμότροφος τὰ αὐτὰ πεδία ἡμῖν ἐνέμετο; übertr. auf den Geist, Plat. Phaedr. 83 d u. Sp. – Ὁμοτρόφος, gemeinschaftlich ernährend, aufziehend (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμότροφος: -ον, ὁ ὁμοῦ μετά τινος ἀνατραφείς, τινι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 199· ἀλλὰ καὶ τινὸς Ὁμ. Ὕμν. 8. 2 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπὶ διδύμων)· ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία, ἐπὶ κατοικιδίων ζῴων, Ἡρόδ. 2. 66. ΙΙ. ἀπολ., ὁ ὁμοῦ ἐσθίων, ἔχων τὴν αὐτὴν δίαιταν, Πλάτ., πρβλ. ὁμότροπος. 2) ὁμότροφα δ’ ἡμῖν ἐνέμετο πεδία, ἐνέμετο δὲ πεδιάδας ἐν αἷς ὁμοῦ ἐτρεφόμεθα, ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 329.