ἁμαρτωλός: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(b) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0117.png Seite 117]] sündhaft, sündig, LXX; N. T., ὁ, der Sünder. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0117.png Seite 117]] sündhaft, sündig, LXX; N. T., ὁ, der Sünder. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἁμαρτωλός''': -όν, πλανώμενος, ἡμαρτημένος· ἁμαρτωλότερον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 4. 2) [[ἁμαρτωλός]], ὁ σκληρυνθεὶς ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ, Πλούτ. 2. 25C: ― ἁμαρτωλὴ [[γέρων]], βαρβαρισμὸς ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1111. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[ἁμαρτωλός]], ὁ, κοινὸν παρὰ τοῖς Ἑβδ., Κ. Δ. καὶ Ἐκκλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:03, 5 August 2017
English (LSJ)
όν,
A erroneous, ἁμαρτωλότερον Arist.EN1109a33; erring, ἐν πᾶσιν Plu. 2.25c. 2 of bad character, δοῦλοι Phld.Ir.p.73 W.: c. gen., sinning against, θεῶν Michel 547.31 (Telmessus):—ἁμαρτωλὴ γέρων, barbarism in Ar.Th.1111. Adv. -ῶς Eup.24D. II Subst. ἁμαρτωλός, ὁ, sinner, LXX Ge.13.13, al., Ev.Luc.18.13, al.
German (Pape)
[Seite 117] sündhaft, sündig, LXX; N. T., ὁ, der Sünder.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαρτωλός: -όν, πλανώμενος, ἡμαρτημένος· ἁμαρτωλότερον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 4. 2) ἁμαρτωλός, ὁ σκληρυνθεὶς ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ, Πλούτ. 2. 25C: ― ἁμαρτωλὴ γέρων, βαρβαρισμὸς ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1111. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἁμαρτωλός, ὁ, κοινὸν παρὰ τοῖς Ἑβδ., Κ. Δ. καὶ Ἐκκλ.