προαναλίσκω: Difference between revisions

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
(13_4)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0707.png Seite 707]] (s. [[ἀναλίσκω]]), vorher aufwenden, verthun; προαναλώσειν, Thuc. 1, 141; προαναλωθῆναι, 7, 81; Lys. 19, 57; Aeschin. 1, 41; vorschießen, die Kosten auslegen, προαναλωσάσης τῆς γυναικός, Dem. 41, 11; προαναλῶσαι, Ath. XIII, 584 c. Vgl. [[προσαναλίσκω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0707.png Seite 707]] (s. [[ἀναλίσκω]]), vorher aufwenden, verthun; προαναλώσειν, Thuc. 1, 141; προαναλωθῆναι, 7, 81; Lys. 19, 57; Aeschin. 1, 41; vorschießen, die Kosten auslegen, προαναλωσάσης τῆς γυναικός, Dem. 41, 11; προαναλῶσαι, Ath. XIII, 584 c. Vgl. [[προσαναλίσκω]].
}}
{{ls
|lstext='''προανᾱλίσκω''': μέλλ. -ώσω· ἀόρ. -νάλωσα. Ἀναλίσκω, [[ἐξοδεύω]] πρότερον, χρήματα Θουκ. 1. 141· [[ἀργύριον]] Δημ. 1031. 14· πρ., ἵνα διπλάσια κομίσωνται Λυσ. 157. 9· πρ. ἑαυτοὺς Δίων Κ. 59. 18· πρ. τῆς γνώσεως ἑαυτούς, δηλ. πρὸ τῆς γνώσεως, Πλούτ. 2. 517Α. ― Παθητ., προαναλωθῆναι Θουκ. 7. 81· ἐπὶ ὕδατος, καταναλίσκομαι πρότερον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 6.
}}
}}

Revision as of 11:03, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προανᾱλίσκω Medium diacritics: προαναλίσκω Low diacritics: προαναλίσκω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΛΙΣΚΩ
Transliteration A: proanalískō Transliteration B: proanaliskō Transliteration C: proanalisko Beta Code: proanali/skw

English (LSJ)

fut.

   A -ώσω Th.1.141: aor. -ανάλωσα, also -ανήλωσα IG22.834.3:—use up or spend before, χρήματα Th. l.c.; μνᾶν ἀργυρίου D.41.11; π., ἵνα διπλάσια κομίσωνται Lys.19.57; π. ἑαυτούς D.C.59.18; π.τῆς γνώσεως ἑαυτούς, i.e. πρὸ τῆς γνώσεως, Plu.2.517a:—Pass., throw away one's life first, Th.7.81; of water, to be used up before, Hp.Vict.2.42, Arist.Mete.349b11.

German (Pape)

[Seite 707] (s. ἀναλίσκω), vorher aufwenden, verthun; προαναλώσειν, Thuc. 1, 141; προαναλωθῆναι, 7, 81; Lys. 19, 57; Aeschin. 1, 41; vorschießen, die Kosten auslegen, προαναλωσάσης τῆς γυναικός, Dem. 41, 11; προαναλῶσαι, Ath. XIII, 584 c. Vgl. προσαναλίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

προανᾱλίσκω: μέλλ. -ώσω· ἀόρ. -νάλωσα. Ἀναλίσκω, ἐξοδεύω πρότερον, χρήματα Θουκ. 1. 141· ἀργύριον Δημ. 1031. 14· πρ., ἵνα διπλάσια κομίσωνται Λυσ. 157. 9· πρ. ἑαυτοὺς Δίων Κ. 59. 18· πρ. τῆς γνώσεως ἑαυτούς, δηλ. πρὸ τῆς γνώσεως, Πλούτ. 2. 517Α. ― Παθητ., προαναλωθῆναι Θουκ. 7. 81· ἐπὶ ὕδατος, καταναλίσκομαι πρότερον, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 6.