Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράδειον: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(12)
 
(6_22)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=tetra/deion
|Beta Code=tetra/deion
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], τό</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">square</b>, ἐν τῷ τετραδείῳ τῆς πόλεος <span class="title">Supp.Epigr.</span> 7.135.18 (Palmyra, ii A.D.). (Choerob. in <span class="title">An.Ox.</span>2.269 distinguishes <b class="b3">τετράδειον</b> (sine expl.) from <b class="b3">τετράδιον</b> the <b class="b3">ὑποκοριστικόν</b>.)</span>
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], τό</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">square</b>, ἐν τῷ τετραδείῳ τῆς πόλεος <span class="title">Supp.Epigr.</span> 7.135.18 (Palmyra, ii A.D.). (Choerob. in <span class="title">An.Ox.</span>2.269 distinguishes <b class="b3">τετράδειον</b> (sine expl.) from <b class="b3">τετράδιον</b> the <b class="b3">ὑποκοριστικόν</b>.)</span>
}}
{{ls
|lstext='''τετράδειον''': τό, τὸ ἐκ τεσσάρων συνεστώς, [[ἀπόσπασμα]] στρατιωτικὸν ἐκ τεσσάρων ἀνδρῶν, [[ὅπερ]] ἐκαλεῖτο καὶ ἐξώβιγλον, «διὰ διφθόγγου καὶ προπαροξύνεται· ἡ [[παράδοσις]]» Χοιροβοσκ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 269· οὕτω, τετράδιον Φίλων 2. 533, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, τετράδιον δεδιπλωμένον εἰς τέσσαρα, ἔχον τέσσαρα φύλλα, Συνέσ. 1537, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 68Β, Ἀναστ. Σιν. 41, κλπ.
}}
}}

Revision as of 11:03, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράδειον Medium diacritics: τετράδειον Low diacritics: τετράδειον Capitals: ΤΕΤΡΑΔΕΙΟΝ
Transliteration A: tetrádeion Transliteration B: tetradeion Transliteration C: tetradeion Beta Code: tetra/deion

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A square, ἐν τῷ τετραδείῳ τῆς πόλεος Supp.Epigr. 7.135.18 (Palmyra, ii A.D.). (Choerob. in An.Ox.2.269 distinguishes τετράδειον (sine expl.) from τετράδιον the ὑποκοριστικόν.)

Greek (Liddell-Scott)

τετράδειον: τό, τὸ ἐκ τεσσάρων συνεστώς, ἀπόσπασμα στρατιωτικὸν ἐκ τεσσάρων ἀνδρῶν, ὅπερ ἐκαλεῖτο καὶ ἐξώβιγλον, «διὰ διφθόγγου καὶ προπαροξύνεται· ἡ παράδοσις» Χοιροβοσκ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 269· οὕτω, τετράδιον Φίλων 2. 533, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, τετράδιον δεδιπλωμένον εἰς τέσσαρα, ἔχον τέσσαρα φύλλα, Συνέσ. 1537, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 68Β, Ἀναστ. Σιν. 41, κλπ.