κροῦμα: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(13_6a)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1514.png Seite 1514]] τό, das <b class="b2">Geschlagene</b>, der durch Schlagen, Stampfen u. dgl. hervorgebrachte <b class="b2">Schall</b>; bes. das auf Saiteninstrumenten, die mit dem Plektron geschlagen werden, gespielte Tonstück; Ar. Thesm. 126; κρούματα ἐν λύρᾳ Plat. Alc. I, 107 a; Sp., wie Luc. Nigr. 15. – Bei Poll. 7, 88 auch κρούματα τὰ ἐν αὐλητικῇ u. 4, 84 σαλπιστικά; also übh. das auf einem Instrument Vorgetragene, = [[αὔλημα]], Plut. Symp. 2, 4. – Im obscönen Sinne Ar. Eccl. 257. – S. auch κροῦσμα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1514.png Seite 1514]] τό, das <b class="b2">Geschlagene</b>, der durch Schlagen, Stampfen u. dgl. hervorgebrachte <b class="b2">Schall</b>; bes. das auf Saiteninstrumenten, die mit dem Plektron geschlagen werden, gespielte Tonstück; Ar. Thesm. 126; κρούματα ἐν λύρᾳ Plat. Alc. I, 107 a; Sp., wie Luc. Nigr. 15. – Bei Poll. 7, 88 auch κρούματα τὰ ἐν αὐλητικῇ u. 4, 84 σαλπιστικά; also übh. das auf einem Instrument Vorgetragene, = [[αὔλημα]], Plut. Symp. 2, 4. – Im obscönen Sinne Ar. Eccl. 257. – S. auch κροῦσμα.
}}
{{ls
|lstext='''κροῦμα''': τό, ([[κρούω]]) [[κτύπημα]], οὐκ [[ἄπειρος]] οὖσα πολλῶν κρουμάτων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 257 (ἐπὶ συνουσίας)· οὕτω, [[κροῦσμα]], Ἀνθ. Π. 6. 27, Ποιητ. Βοταν. 121. 2) [[ἦχος]] παραγόμενος ἐκ τῆς κρούσεως ἐγχόρδου ὀργάνου διὰ τοῦ πλήκτρου, [[ἦχος]], [[τόνος]], κρούεται τὰ κρούματα... τὰ μὲν ἄνω, τὰ δὲ [[κάτω]] Ἱππ. 346. 16, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 120, Πλάτ. Πολ. 333Ε, κτλ.· ἐν τῷ τύπῳ, [[κροῦσμα]], Ἀνθ. Π. 5. 292· ― [[ὅθεν]] [[μέλος]] παιζόμενον εἰς τὴν λύραν ἢ κιθάραν, Πλάτ. Μίν. 317D· εὔχρηστον [[ὡσαύτως]], οὐχὶ ὀρθῶς, ἐπὶ πνευστῶν ὀργάνων, (κρούματα τὰ αὐλήματα καλοῦσιν Πλούτ. 2. 638C· πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄, 84., Ζ΄, 88), τοιαῦτα... νιγλαρεύων κρ., τοιαῦτα τερετίζων κρ., Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 27· αὐλεῖ... σαπρὰ κρούματα Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Σειρῆσιν» 2.
}}
}}

Revision as of 11:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροῦμα Medium diacritics: κροῦμα Low diacritics: κρούμα Capitals: ΚΡΟΥΜΑ
Transliteration A: kroûma Transliteration B: krouma Transliteration C: kroyma Beta Code: krou=ma

English (LSJ)

ατος, το, (κρούω)

   A beat, stroke, Ar.Ec.257 (sens. obsc.):— also κροῦσμα AP6.27 (Theaet.), Poet.de herb.121, Porph.Abst.1.43; κρούσμασι καὶ στρέμμασι blows and sprains, Paul.Aeg.3.78, cf. Poll.2.199.    2 sound produced by striking stringed instruments with the plectron, note, κρούεται τὰ κρούματα... τὰ μὲν ἄνω, τὰ δὲ κάτω Hp. Vict.1.18, cf. Ar.Th.120 (lyr.), Pl.R.333b, Min.317d, etc.; τὸ πόημα οὐχ ὡς τερέτισμα καὶ κ. νοοῦμεν Phld.Po.2p.228H.; also of wind instruments, κρούματα τὰ αὐλήματα καλοῦσιν Plu.2.638c, cf. Poll.4.83, 7.88; σαλπιστικὰ κ. Id.4.84; τοιαῦτα . . νιγλαρεύων κ. Eup.110; αὐλεῖ . . σαπρὰ κ. Theopomp.Com.50; ἡ τοῦ κρούματος ἁρμονία the melody (on the pan-pipes), Ach.Tat.8.6, cf.APl.1.8 (Alc. Mess.); so, musical air, melody, BGU1125.4 (i B. C.); ᾠδαὶ καὶ κ. Jul.Or.2.49d:—also κροῦσμα, AP5.291.8 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1514] τό, das Geschlagene, der durch Schlagen, Stampfen u. dgl. hervorgebrachte Schall; bes. das auf Saiteninstrumenten, die mit dem Plektron geschlagen werden, gespielte Tonstück; Ar. Thesm. 126; κρούματα ἐν λύρᾳ Plat. Alc. I, 107 a; Sp., wie Luc. Nigr. 15. – Bei Poll. 7, 88 auch κρούματα τὰ ἐν αὐλητικῇ u. 4, 84 σαλπιστικά; also übh. das auf einem Instrument Vorgetragene, = αὔλημα, Plut. Symp. 2, 4. – Im obscönen Sinne Ar. Eccl. 257. – S. auch κροῦσμα.

Greek (Liddell-Scott)

κροῦμα: τό, (κρούω) κτύπημα, οὐκ ἄπειρος οὖσα πολλῶν κρουμάτων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 257 (ἐπὶ συνουσίας)· οὕτω, κροῦσμα, Ἀνθ. Π. 6. 27, Ποιητ. Βοταν. 121. 2) ἦχος παραγόμενος ἐκ τῆς κρούσεως ἐγχόρδου ὀργάνου διὰ τοῦ πλήκτρου, ἦχος, τόνος, κρούεται τὰ κρούματα... τὰ μὲν ἄνω, τὰ δὲ κάτω Ἱππ. 346. 16, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 120, Πλάτ. Πολ. 333Ε, κτλ.· ἐν τῷ τύπῳ, κροῦσμα, Ἀνθ. Π. 5. 292· ― ὅθεν μέλος παιζόμενον εἰς τὴν λύραν ἢ κιθάραν, Πλάτ. Μίν. 317D· εὔχρηστον ὡσαύτως, οὐχὶ ὀρθῶς, ἐπὶ πνευστῶν ὀργάνων, (κρούματα τὰ αὐλήματα καλοῦσιν Πλούτ. 2. 638C· πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 84., Ζ΄, 88), τοιαῦτα... νιγλαρεύων κρ., τοιαῦτα τερετίζων κρ., Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 27· αὐλεῖ... σαπρὰ κρούματα Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Σειρῆσιν» 2.