παράξυστον: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(c2)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0492.png Seite 492]] τό, ein Werkzeug der Maurer, ᾡ ἀπευθύνουσι τὰς πλίνθους πρὸς ἀλλήλας, Schol. Ar. Av. 1150.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0492.png Seite 492]] τό, ein Werkzeug der Maurer, ᾡ ἀπευθύνουσι τὰς πλίνθους πρὸς ἀλλήλας, Schol. Ar. Av. 1150.
}}
{{ls
|lstext='''παράξυστον''': τό, [[ἐργαλεῖον]] τεκτονικὸν ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1150, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[ὑπαγωγεύς]]· · πρβλ. [[ξυστόν]], καὶ ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. [[ὑπαγωγεύς]].
}}
}}

Revision as of 11:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράξυστον Medium diacritics: παράξυστον Low diacritics: παράξυστον Capitals: ΠΑΡΑΞΥΣΤΟΝ
Transliteration A: paráxyston Transliteration B: paraxyston Transliteration C: paraksyston Beta Code: para/custon

English (LSJ)

τό, mason's tool, gloss on ὑπαγωγεύς, Sch.Ar.Av. 1150.

German (Pape)

[Seite 492] τό, ein Werkzeug der Maurer, ᾡ ἀπευθύνουσι τὰς πλίνθους πρὸς ἀλλήλας, Schol. Ar. Av. 1150.

Greek (Liddell-Scott)

παράξυστον: τό, ἐργαλεῖον τεκτονικὸν ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1150, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ὑπαγωγεύς· · πρβλ. ξυστόν, καὶ ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. ὑπαγωγεύς.