Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παράξυστον

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράξυστον Medium diacritics: παράξυστον Low diacritics: παράξυστον Capitals: ΠΑΡΑΞΥΣΤΟΝ
Transliteration A: paráxyston Transliteration B: paraxyston Transliteration C: paraksyston Beta Code: para/custon

English (LSJ)

τό, mason's tool, Glossaria on ὑπαγωγεύς, Sch.Ar.Av. 1150.

German (Pape)

[Seite 492] τό, ein Werkzeug der Maurer, ᾡ ἀπευθύνουσι τὰς πλίνθους πρὸς ἀλλήλας, Schol. Ar. Av. 1150.

Greek (Liddell-Scott)

παράξυστον: τό, ἐργαλεῖον τεκτονικὸν ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1150, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ὑπαγωγεύς· · πρβλ. ξυστόν, καὶ ἴδε Σουΐδ. ἐν λ. ὑπαγωγεύς.

Greek Monolingual

τὸ, Α παραξύω
εργαλείο οικοδόμων με το οποίο έξυναν και έσιαζαν τα τούβλα μεταξύ τους.