καταθρώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(13_4)
 
(6_5)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1349.png Seite 1349]] (s. [[θρώσκω]]), herabspringen, bei Hom. nur in tmesi, κὰδ δ' ἔθορ' ἐς μέσσον Il. 4, 79; καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων Her. 3, 86; – [[καταθρώσκω]] τὴν αἱμασιάν, darüber wegspringen, 6, 134; – τινός, auf Einen, Nonn. D 23, 220.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1349.png Seite 1349]] (s. [[θρώσκω]]), herabspringen, bei Hom. nur in tmesi, κὰδ δ' ἔθορ' ἐς μέσσον Il. 4, 79; καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων Her. 3, 86; – [[καταθρώσκω]] τὴν αἱμασιάν, darüber wegspringen, 6, 134; – τινός, auf Einen, Nonn. D 23, 220.
}}
{{ls
|lstext='''καταθρώσκω''': ἀόρ β΄ κατέθορον:- καταπηδῶ, κάδ δ’ ἔθορ’ ἐς μέσσον Ἴλ. Δ. 79· μετ’ αἰτ., καταθ. τὴν αἱμασιήν, πηδῶ ἀπὸ τοῦ φράκτου [[κάτω]], Ἡρόδ. 6. 134, πρβλ. [[καταβαίνω]] Ι· καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 3. 86· [[μετὰ]] γεν., Νόνν. Δ. 23. 220.
}}
}}

Revision as of 11:10, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1349] (s. θρώσκω), herabspringen, bei Hom. nur in tmesi, κὰδ δ' ἔθορ' ἐς μέσσον Il. 4, 79; καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων Her. 3, 86; – καταθρώσκω τὴν αἱμασιάν, darüber wegspringen, 6, 134; – τινός, auf Einen, Nonn. D 23, 220.

Greek (Liddell-Scott)

καταθρώσκω: ἀόρ β΄ κατέθορον:- καταπηδῶ, κάδ δ’ ἔθορ’ ἐς μέσσον Ἴλ. Δ. 79· μετ’ αἰτ., καταθ. τὴν αἱμασιήν, πηδῶ ἀπὸ τοῦ φράκτου κάτω, Ἡρόδ. 6. 134, πρβλ. καταβαίνω Ι· καταθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 3. 86· μετὰ γεν., Νόνν. Δ. 23. 220.