τοπάρχης: Difference between revisions
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(b) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] ὁ, = [[τόπαρχος]], Sp., wie LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] ὁ, = [[τόπαρχος]], Sp., wie LXX. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τοπάρχης''': -ου, ὁ, [[κυβερνήτης]], [[διοικητής]] τόπου τινὸς ἢ διαμερίσματος, [[ἔπαρχος]], [[μάλιστα]] ἐν Αἰγύπτω, Ἑβδ. (Γέν. ΜΑ΄, 34), Συλλ. Ἐπιγρ. 4976, Παλαίφατ. 72. 7, πρβλ. [[τοπογραμματεύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:13, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A governor of a district, esp. in Egypt, LXX Ge.41.34, PRev.Laws 37.3, 41.7, al. (iii B. C.), PTeb.48.6 (ii B. C.); elsewh., LXX Da.3. 94(27), D. S.6.1, J.AJ8.7.2, IGRom.3.901 (Cilicia, i B.C.), Procop.Pers. 2.12, Cat.Cod.Astr.5(3).89: cf. τοπογραμματεύς.
German (Pape)
[Seite 1129] ὁ, = τόπαρχος, Sp., wie LXX.
Greek (Liddell-Scott)
τοπάρχης: -ου, ὁ, κυβερνήτης, διοικητής τόπου τινὸς ἢ διαμερίσματος, ἔπαρχος, μάλιστα ἐν Αἰγύπτω, Ἑβδ. (Γέν. ΜΑ΄, 34), Συλλ. Ἐπιγρ. 4976, Παλαίφατ. 72. 7, πρβλ. τοπογραμματεύς.