πατριάρχης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(c2)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0535.png Seite 535]] ὁ, Stammvater eines Geschlechts, Urvater, Patriarch, LXX. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0535.png Seite 535]] ὁ, Stammvater eines Geschlechts, Urvater, Patriarch, LXX. u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''πατριάρχης''': -ου, ὁ, (πατριὰ) ὁ πατὴρ ἢ ἀρχηγὸς πατριᾶς ἢ γένους, Ἑβδ. (Α΄ Παραλ. ΚΖ΄, 22), Πράξ. Ἀποσπ. β΄, 29, ζ΄, 8, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ζ΄, 4· - πατριαρχία, ἡ, καταγωγὴ ἐκ πατριάρχου, Ἐπιφάν. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ἐπώνυμον τῶν ἀρχιεπισκόπων [[Ἱερουσαλήμ]], Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας καὶ Κωνσταντινουπόλεως, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 8730, 8834, 8987, κ. ἀλλ.· - [[ἐντεῦθεν]] πατριαρχέω ἢ -εύω, εἶμαι [[πατριάρχης]], πατριαρχεῖον, τό, τὸ [[μέγαρον]] [[ἔνθα]] διαμένει, πατριαρχία, ἡ, τὸ [[ἀξίωμα]]· ἐπίθ., -χικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς αὐτόν.
}}
}}

Revision as of 11:14, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατριάρχης Medium diacritics: πατριάρχης Low diacritics: πατριάρχης Capitals: ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
Transliteration A: patriárchēs Transliteration B: patriarchēs Transliteration C: patriarchis Beta Code: patria/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (πατρι

   A father or chief of a race, patriarch, LXX 1 Ch. 27.22, Act.Ap.2.29, 7.8, Ep.Hebr.7.4.    II title borne by the Bishops of Rome, Constantinople, Jerusalem, Antioch, and Alexandria, Just.Nov.3.2, etc. :—Adj. πατρι-αρχικός, ή, όν, of or belonging to him, θρόνος ib.7 Praef.1, cf. Cod.Just.1.5.12.22.

German (Pape)

[Seite 535] ὁ, Stammvater eines Geschlechts, Urvater, Patriarch, LXX. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πατριάρχης: -ου, ὁ, (πατριὰ) ὁ πατὴρ ἢ ἀρχηγὸς πατριᾶς ἢ γένους, Ἑβδ. (Α΄ Παραλ. ΚΖ΄, 22), Πράξ. Ἀποσπ. β΄, 29, ζ΄, 8, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ζ΄, 4· - πατριαρχία, ἡ, καταγωγὴ ἐκ πατριάρχου, Ἐπιφάν. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ἐπώνυμον τῶν ἀρχιεπισκόπων Ἱερουσαλήμ, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας καὶ Κωνσταντινουπόλεως, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 8730, 8834, 8987, κ. ἀλλ.· - ἐντεῦθεν πατριαρχέω ἢ -εύω, εἶμαι πατριάρχης, πατριαρχεῖον, τό, τὸ μέγαρον ἔνθα διαμένει, πατριαρχία, ἡ, τὸ ἀξίωμα· ἐπίθ., -χικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς αὐτόν.