ὑλιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(c2)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] ῆρος, ὁ, der Durchseiher, das Gefäß oder Tuch zum Durchseihen, Poll. 6, 19, = [[τρύγοιπος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] ῆρος, ὁ, der Durchseiher, das Gefäß oder Tuch zum Durchseihen, Poll. 6, 19, = [[τρύγοιπος]].
}}
{{ls
|lstext='''ὑλιστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ὑλίζω]]) διυλιστήριον, «στραγιστῆρι», Διοσκ. 2. 123, Ὀρειβάσ. σ. 54 ἔκδ. Matth. - [[Κατὰ]] τὸν Φρύνιχ. (σ. 303 Lob.): «[[ὑλιστήρ]]: τρύγοιπον τοῦτο καλοῦσιν οἱ δοκίμως διαλεγόμενοι».
}}
}}

Revision as of 11:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλιστήρ Medium diacritics: ὑλιστήρ Low diacritics: υλιστήρ Capitals: ΥΛΙΣΤΗΡ
Transliteration A: hylistḗr Transliteration B: hylistēr Transliteration C: ylistir Beta Code: u(listh/r

English (LSJ)

[ῡ], ῆρος, ὁ, (ὑλίζω)

   A filter, colander, Dsc.2.101, Ath.Med. ap.Orib.5.5.1, PLond.2.191.15 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1177] ῆρος, ὁ, der Durchseiher, das Gefäß oder Tuch zum Durchseihen, Poll. 6, 19, = τρύγοιπος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλιστήρ: ῆρος, ὁ, (ὑλίζω) διυλιστήριον, «στραγιστῆρι», Διοσκ. 2. 123, Ὀρειβάσ. σ. 54 ἔκδ. Matth. - Κατὰ τὸν Φρύνιχ. (σ. 303 Lob.): «ὑλιστήρ: τρύγοιπον τοῦτο καλοῦσιν οἱ δοκίμως διαλεγόμενοι».