συγγένειος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
(11)
 
(6_16)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sugge/neios
|Beta Code=sugge/neios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">akin, kindred</b>, <b class="b3">Ζεὺς σ</b>. <b class="b2">presiding over kindred</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>1000</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">akin, kindred</b>, <b class="b3">Ζεὺς σ</b>. <b class="b2">presiding over kindred</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>1000</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''συγγένειος''': -ον, [[συγγενικός]], [[συγγένειος]] Ζεύς, “ὁ τὰ τῆς συγγενείας δίκαια ἐφορῶν” Εὐριπ. παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 5 (Εὐρ. Ἀποσπ. 988): - συγγενειάζω, εἶμαι συγγενὴς [[πρός]] τινα, συγγενεύω, τινὶ Ἐπιφάν. τ. 1, σελ. 986. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 324.
}}
}}

Revision as of 11:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγένειος Medium diacritics: συγγένειος Low diacritics: συγγένειος Capitals: ΣΥΓΓΕΝΕΙΟΣ
Transliteration A: syngéneios Transliteration B: syngeneios Transliteration C: syggeneios Beta Code: sugge/neios

English (LSJ)

ον,

   A akin, kindred, Ζεὺς σ. presiding over kindred, E.Fr.1000.

Greek (Liddell-Scott)

συγγένειος: -ον, συγγενικός, συγγένειος Ζεύς, “ὁ τὰ τῆς συγγενείας δίκαια ἐφορῶν” Εὐριπ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 5 (Εὐρ. Ἀποσπ. 988): - συγγενειάζω, εἶμαι συγγενὴς πρός τινα, συγγενεύω, τινὶ Ἐπιφάν. τ. 1, σελ. 986. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 324.