ξυλοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(c1)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] Holz fressend, von Würmern, Strab. 12, 7, 3 u. oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] Holz fressend, von Würmern, Strab. 12, 7, 3 u. oft.
}}
{{ls
|lstext='''ξῠλοφάγος''': [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ξύλα, [[εἶδος]] σκώληκος γινόμενος ἐν τοῖς στελέχεσι δένδρων, Στράβ. 570, Ἀντ. Λιβερ. 22. 2) ἐπώνυμον τοῦ Καφηρέως, ὡς καταστρέφοντος πλοῖα, Εὐδοκ. Μ. 321, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. σ. 69, κτλ.
}}
}}

Revision as of 11:19, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοφάγος Medium diacritics: ξυλοφάγος Low diacritics: ξυλοφάγος Capitals: ΞΥΛΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: xylophágos Transliteration B: xylophagos Transliteration C: ksylofagos Beta Code: culofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A eating wood, σκώληξ Str.12.7.3 ; cj. for ὑλο-in Ant.Lib.22.5.

German (Pape)

[Seite 281] Holz fressend, von Würmern, Strab. 12, 7, 3 u. oft.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ξύλα, εἶδος σκώληκος γινόμενος ἐν τοῖς στελέχεσι δένδρων, Στράβ. 570, Ἀντ. Λιβερ. 22. 2) ἐπώνυμον τοῦ Καφηρέως, ὡς καταστρέφοντος πλοῖα, Εὐδοκ. Μ. 321, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. σ. 69, κτλ.