τελεσφορέω: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
(13_3)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1086.png Seite 1086]] 1) bis zu Ende austragen, von Schwangern; übh. zur Reise, Vollendung bringen, Sp. – 2) Abgaben bezahlen, Xen. Vect. 3, 5; dah. auch eintragen, nützen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1086.png Seite 1086]] 1) bis zu Ende austragen, von Schwangern; übh. zur Reise, Vollendung bringen, Sp. – 2) Abgaben bezahlen, Xen. Vect. 3, 5; dah. auch eintragen, nützen, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''τελεσφορέω''': [[φέρω]] καρπὸν εἰς πλήρη ὡριμότητα, καρποφορῶ τελείως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 6, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 14. - Παθ., τελεσφορουμένων καρπῶν Διόδ. 2. 36. 2) ἐπὶ ζῴων, [[τίκτω]] τέλειον, τελείως ἀνεπτυγμένον [[τέκνον]], Ἀρτεμίδ. 1. 16. 3) [[καθόλου]], ποιῶ τι τέλειον, [[φέρω]] εἰς τελειότητα, ἔαρ τ. νοῦσον Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 16. - Παθ., φέρομαι εἰς τελειότητα, Λογγῖν. 14. 6. ΙΙ. πληρώνω φόρον ἢ [[τέλος]], Ξεν. Πόροι 3, 5. ΙΙΙ. μυῶ, μυσταγωγῶ, τινὰ Εὐστ. Πονημάτ. 341. 1.
}}
}}

Revision as of 11:20, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεσφορέω Medium diacritics: τελεσφορέω Low diacritics: τελεσφορέω Capitals: ΤΕΛΕΣΦΟΡΕΩ
Transliteration A: telesphoréō Transliteration B: telesphoreō Transliteration C: telesforeo Beta Code: telesfore/w

English (LSJ)

   A bring fruit to perfection, Thphr.HP8.7.6, Ev.Luc.8.14:—Pass., τελεσφορουμένων καρπῶν D.S.2.36.    2 of young women, bear perfect offspring, Artem.1.16; τ. καὶ μὴ ἀποβάλλειν τὸ ἔμβρυον Dsc.Eup.2.97:—Pass., of the offspring, Corn.ND34, Sor.1.41, Jul.Or.7.220c.    3 generally, bring to a head, ἔαρ ἐς κορυφὴν τ. [νοῦσον] Aret.SD1.16, cf. Phld.Lib.p.31 O.:—Pass., to be brought to perfection, Longin.14.3.    II pay toll or custom, X.Vect.3.5.    III to be a τελεσφόφος (111.2), GDI4837 (Cyrene), in form -φορέντες, cf. Africa Italiana 2.130, 153 (ibid.).

German (Pape)

[Seite 1086] 1) bis zu Ende austragen, von Schwangern; übh. zur Reise, Vollendung bringen, Sp. – 2) Abgaben bezahlen, Xen. Vect. 3, 5; dah. auch eintragen, nützen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τελεσφορέω: φέρω καρπὸν εἰς πλήρη ὡριμότητα, καρποφορῶ τελείως, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 6, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 14. - Παθ., τελεσφορουμένων καρπῶν Διόδ. 2. 36. 2) ἐπὶ ζῴων, τίκτω τέλειον, τελείως ἀνεπτυγμένον τέκνον, Ἀρτεμίδ. 1. 16. 3) καθόλου, ποιῶ τι τέλειον, φέρω εἰς τελειότητα, ἔαρ τ. νοῦσον Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 16. - Παθ., φέρομαι εἰς τελειότητα, Λογγῖν. 14. 6. ΙΙ. πληρώνω φόρον ἢ τέλος, Ξεν. Πόροι 3, 5. ΙΙΙ. μυῶ, μυσταγωγῶ, τινὰ Εὐστ. Πονημάτ. 341. 1.