ἁμαξιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(13_4)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0115.png Seite 115]] α, ον, so groß, daß zum Fortschaffen, in Wagen nöthig ist, λίθοι Xen. An. 4, 2, 3; Hell. 2, 4. 27; vgl. Diphil. Ath. IV, 165 f, γρήματα B. A. 24. ῥήματα Diogen. 3, 41, = μεγάλα κομπάσματα: γόγγροι Ath. VII. 288 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0115.png Seite 115]] α, ον, so groß, daß zum Fortschaffen, in Wagen nöthig ist, λίθοι Xen. An. 4, 2, 3; Hell. 2, 4. 27; vgl. Diphil. Ath. IV, 165 f, γρήματα B. A. 24. ῥήματα Diogen. 3, 41, = μεγάλα κομπάσματα: γόγγροι Ath. VII. 288 c.
}}
{{ls
|lstext='''ἁμαξιαῖος''': -α, -ον, [[ἀρκούντως]] [[μέγας]] [[ὥστε]] νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρον ἅμαξαν, [[λίθος]] Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 27, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 98, Δημ. 1277. 12, Δίφιλ. ἐν «Ἐναγίσμασιν» 1. 6: ― μεταφ. ἁμαξ. (ῥήματα) «μεγάλα κομπάσματα», ἐπὶ πομπωδῶν λέξεων, Παροιμ. Διογενιαν. ΙΙΙ. 41: ἁμαξ. χρήματα, «μεγάλα, ἃ φέροι ἂν [[ἅμαξα]], οὐκ [[ἄνθρωπος]] ἢ [[ὑποζύγιον]], Κωμ. Ἀνών. 256 (Α. Β. 24. 32).
}}
}}

Revision as of 11:21, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξιαῖος Medium diacritics: ἁμαξιαῖος Low diacritics: αμαξιαίος Capitals: ΑΜΑΞΙΑΙΟΣ
Transliteration A: hamaxiaîos Transliteration B: hamaxiaios Transliteration C: amaksiaios Beta Code: a(maciai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A large enough to load a wagon, λίθος X.HG2.4.27, Arist.Mir.838b1, D.55.20, Diph. 38, cf.IG22.463.45, Ἐφ.Ἀρχ. 1895.59: metaph., ἁ. ῥῆμα of big words, Com.Adesp.836; ἁ. χρήματα money in cart-loads, ib.835.

German (Pape)

[Seite 115] α, ον, so groß, daß zum Fortschaffen, in Wagen nöthig ist, λίθοι Xen. An. 4, 2, 3; Hell. 2, 4. 27; vgl. Diphil. Ath. IV, 165 f, γρήματα B. A. 24. ῥήματα Diogen. 3, 41, = μεγάλα κομπάσματα: γόγγροι Ath. VII. 288 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξιαῖος: -α, -ον, ἀρκούντως μέγας ὥστε νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρον ἅμαξαν, λίθος Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 27, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 98, Δημ. 1277. 12, Δίφιλ. ἐν «Ἐναγίσμασιν» 1. 6: ― μεταφ. ἁμαξ. (ῥήματα) «μεγάλα κομπάσματα», ἐπὶ πομπωδῶν λέξεων, Παροιμ. Διογενιαν. ΙΙΙ. 41: ἁμαξ. χρήματα, «μεγάλα, ἃ φέροι ἂν ἅμαξα, οὐκ ἄνθρωποςὑποζύγιον, Κωμ. Ἀνών. 256 (Α. Β. 24. 32).