Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυριάς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(13_5)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0219.png Seite 219]] άδος, ἡ, unzählbare, große Menge; Aesch. Pers. 891; Eur. Rhes. 913; μυριάσι χειρῶν ἀγόμενοι νεανίδων, Bacch. 744; μυριάδες ἀναρίθμητοι, Plat. Legg. 804 e. – Gew. eine Zahl von zehntausend, daher [[δέκα]] μυριάδες = 100000. – Bei Her. 3, 91 ist μεδίμνων zu ergänzen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0219.png Seite 219]] άδος, ἡ, unzählbare, große Menge; Aesch. Pers. 891; Eur. Rhes. 913; μυριάσι χειρῶν ἀγόμενοι νεανίδων, Bacch. 744; μυριάδες ἀναρίθμητοι, Plat. Legg. 804 e. – Gew. eine Zahl von zehntausend, daher [[δέκα]] μυριάδες = 100000. – Bei Her. 3, 91 ist μεδίμνων zu ergänzen.
}}
{{ls
|lstext='''μῡριάς''': -άδος, ἡ, Ἀττ. γεν. πληθ. μυριαδῶν (Χοιροβ. 2. 458)· - [[ἀριθμὸς]] 10,000, Ἡρόδ. 2. 30, Σιμων. 150, κτλ.· - [[συχνάκις]] ἀορίστως ἐπὶ ἀναριθμήτων ποσῶν, Εὐρ. Φοίν. 830, κτλ.· - [[ὁσάκις]] δὲ τά: [[μυριάς]], μυριάδες κεῖνται ἀπολύτως ἐπὶ χρηματικῶν ποσῶν, [[δέον]] νὰ ἐξυπακούηται ἡ γεν. πληθ. δραχμῶν, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 829, Πλουτ. Κάτ. Νεωτέρ. 44· [[ὁσάκις]] δὲ ἐπὶ σίτου, ἡ γεν. μεδίμνων, ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 91, Δημ. 467. 2. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ταρφύς]] τις μυριὰς ἀνδρῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 927· μυριάδες πόλεις Εὐρ. Ρῆσ. 913.
}}
}}

Revision as of 11:22, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐάς Medium diacritics: μυριάς Low diacritics: μυριάς Capitals: ΜΥΡΙΑΣ
Transliteration A: myriás Transliteration B: myrias Transliteration C: myrias Beta Code: muria/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, Att. gen. pl.

   A μυριαδῶν Hdn. Gr.1.428:—number of 10,000, myriad, Simon.91, Hdt.2.30, Archim. Aren.3.2, etc.; μ. πρώτη 10,000 and μ. δευτέρα 10,000 times 10,000, Dioph.5.8: freq. of countless numbers, E.Ph.830 (lyr.), etc.; μυριάδες ἐτῶν Phld.Piet.93; of money (sc. δραχμῶν), Ar.Eq.829 (anap.), Plu. Cat.Mi.44; of corn (sc. μεδίμνων), Hdt.3.91, D.20.32; also (sc. ἀρταβῶν), POxy.1259.4 (iii A. D.).    II as Adj., φύστις μ. ἀνδρῶν A.Pers.927 (lyr.: sed leg. ταρφύς τις μ.) ; μ. πόλεις E.Rh.913 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 219] άδος, ἡ, unzählbare, große Menge; Aesch. Pers. 891; Eur. Rhes. 913; μυριάσι χειρῶν ἀγόμενοι νεανίδων, Bacch. 744; μυριάδες ἀναρίθμητοι, Plat. Legg. 804 e. – Gew. eine Zahl von zehntausend, daher δέκα μυριάδες = 100000. – Bei Her. 3, 91 ist μεδίμνων zu ergänzen.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριάς: -άδος, ἡ, Ἀττ. γεν. πληθ. μυριαδῶν (Χοιροβ. 2. 458)· - ἀριθμὸς 10,000, Ἡρόδ. 2. 30, Σιμων. 150, κτλ.· - συχνάκις ἀορίστως ἐπὶ ἀναριθμήτων ποσῶν, Εὐρ. Φοίν. 830, κτλ.· - ὁσάκις δὲ τά: μυριάς, μυριάδες κεῖνται ἀπολύτως ἐπὶ χρηματικῶν ποσῶν, δέον νὰ ἐξυπακούηται ἡ γεν. πληθ. δραχμῶν, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 829, Πλουτ. Κάτ. Νεωτέρ. 44· ὁσάκις δὲ ἐπὶ σίτου, ἡ γεν. μεδίμνων, ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 91, Δημ. 467. 2. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ταρφύς τις μυριὰς ἀνδρῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 927· μυριάδες πόλεις Εὐρ. Ρῆσ. 913.