καλοκαιρία: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(b) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1313.png Seite 1313]] ἡ, die schöne Zeit, der Sommer, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1313.png Seite 1313]] ἡ, die schöne Zeit, der Sommer, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κᾰλοκαιρία''': ἡ, καλὴ τῶν πραγμάτων [[κατάστασις]], Μελάμπ. π. Παλμῶν 493 Franz. · ὁ δε Ἡσύχ. διὰ τῆς λέξεως [[καλοκαιρία]] ἑρμηνεύει τὸ [[εὐετηρία]]· - καλοκαιρίζω, [[διέρχομαι]] τὸ [[θέρος]], Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 74, 15· -καλοκαιρῐνός, ή, όν, ὡς καὶ νῦν, Ἱππιατρ. σ. 271· - καλοκαίριον, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ [[θέρος]], Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 29, Θεοφάν. 326, ἴδε Δουγάγγ. - καλοκαῖριν Πτωχοπρόδρ. 1. 68. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = εὐετηρία, Melamp.p.30 D., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1313] ἡ, die schöne Zeit, der Sommer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλοκαιρία: ἡ, καλὴ τῶν πραγμάτων κατάστασις, Μελάμπ. π. Παλμῶν 493 Franz. · ὁ δε Ἡσύχ. διὰ τῆς λέξεως καλοκαιρία ἑρμηνεύει τὸ εὐετηρία· - καλοκαιρίζω, διέρχομαι τὸ θέρος, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 74, 15· -καλοκαιρῐνός, ή, όν, ὡς καὶ νῦν, Ἱππιατρ. σ. 271· - καλοκαίριον, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ θέρος, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 29, Θεοφάν. 326, ἴδε Δουγάγγ. - καλοκαῖριν Πτωχοπρόδρ. 1. 68.