καταβατός: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(b)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1339.png Seite 1339]] herabgehend, abschüssig, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1339.png Seite 1339]] herabgehend, abschüssig, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''καταβᾰτός''': -ή, -όν, [[κατωφερής]], [[ἀπόκρημνος]], Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 353. ΙΙ. καταβατόν, τό, = [[σελίς]], κοινῶς «καταιβατόν», Ἀναστ. Σιν. 201C, «[[σελίς]]· καταβατὸν βιβλίου» Ἡσύχ., ἴδε σημ. Boisson. εἰς Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2.
}}
}}

Revision as of 11:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβᾰτός Medium diacritics: καταβατός Low diacritics: καταβατός Capitals: ΚΑΤΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: katabatós Transliteration B: katabatos Transliteration C: katavatos Beta Code: katabato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A descending, steep, ὁδός Sch.A.R. 2.353, cf. Porph.Antr.23; v. καταιβατός.    II καταβατόν, τό, = σελίς, Hdn.Epim.2, 122, cf. Hsch. s.v. σελίς.

German (Pape)

[Seite 1339] herabgehend, abschüssig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταβᾰτός: -ή, -όν, κατωφερής, ἀπόκρημνος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 353. ΙΙ. καταβατόν, τό, = σελίς, κοινῶς «καταιβατόν», Ἀναστ. Σιν. 201C, «σελίς· καταβατὸν βιβλίου» Ἡσύχ., ἴδε σημ. Boisson. εἰς Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2.