φορητός: Difference between revisions
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(13_3) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1300.png Seite 1300]] 3, auch 2 Endgn, adj. verb. von [[φορέω]], 1) getragen, κυμάτεσσι φορητά Pind. frg. 58. – 2) tragbar, erträglich, Aesch. Prom. 981, Eur. Hipp. 443. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1300.png Seite 1300]] 3, auch 2 Endgn, adj. verb. von [[φορέω]], 1) getragen, κυμάτεσσι φορητά Pind. frg. 58. – 2) tragbar, erträglich, Aesch. Prom. 981, Eur. Hipp. 443. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φορητός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, Λουκ.· ῥηματ. ἐπίθ., Ι. φερόμενος, [[πλανητός]], Πινδ. Ἀποσπ. 58. 6· φ. [[ὕδωρ]] Στράβ. 146· φ. ἐπὶ δελφίνων Πλούτ. 2. 163C· ἐπὶ τῶν πλανητῶν, ὁ πλανώμενος, [[Πολυδ]]. Δ΄, 156. 2) ὃν δύναταί τις νὰ μετενέγκῃ, νὰ μετακινήσῃ, οἰκίαι Φίλων 2. 238· ἱερὸν [[αὐτόθι]] 146· μεταφορ., ἄστατος καὶ φ., συνεχῶς κινούμενος, ὁ αὐτ. 1. 219· [[φύσις]] φ. καὶ [[μετάβολος]] Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, νὰ ὑποφέρῃ, ἢ ὑπομείνῃ, «ὑποφερτός», Αἰσχύλ. Πρ. 979· [[Κύπρις]] γὰρ οὐ φορητὸν Εὐρ. Ἱππ. 443· φορητὸς ἡ ᾠδὴ Λουκ. περὶ Ὀρχ. 27, πρβλ. Τίμ. 23. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:31, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν E. Hipp.443, Luc.Salt.27: I borne, carried, φορητὰ κυμάτεσσιν Pi.Fr. 88.1; φ. ὕδωρ Str.3.2.8; φ. ὑπὸ (v.l. ἐπὶ) δελφίνων Plu.2.163c; of the planets, Poll.4.156. 2 to be carried, moveable, οἰκίαι Ph.2.238; ἱερόν ib.146: metaph., ἄστατος καὶ φ. constantly moving, Id.1.219; [φύσις] μετάβολος καὶ φ. Plu.2.428b; τὸ τῆς φύσεως φ. Hierocl. in CA7p.429M. II bearable, endurable, A.Pr.979; Κύπρις γὰρ οὐ φορητός E.l.c.; φορητὸς ἡ ᾠδή Luc. l.c., cf. Tim.23, Jul.Gal. 201e; ἐμβολὴ οὐ φ. irresistible, Arr.Tact.12.10.
German (Pape)
[Seite 1300] 3, auch 2 Endgn, adj. verb. von φορέω, 1) getragen, κυμάτεσσι φορητά Pind. frg. 58. – 2) tragbar, erträglich, Aesch. Prom. 981, Eur. Hipp. 443.
Greek (Liddell-Scott)
φορητός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Λουκ.· ῥηματ. ἐπίθ., Ι. φερόμενος, πλανητός, Πινδ. Ἀποσπ. 58. 6· φ. ὕδωρ Στράβ. 146· φ. ἐπὶ δελφίνων Πλούτ. 2. 163C· ἐπὶ τῶν πλανητῶν, ὁ πλανώμενος, Πολυδ. Δ΄, 156. 2) ὃν δύναταί τις νὰ μετενέγκῃ, νὰ μετακινήσῃ, οἰκίαι Φίλων 2. 238· ἱερὸν αὐτόθι 146· μεταφορ., ἄστατος καὶ φ., συνεχῶς κινούμενος, ὁ αὐτ. 1. 219· φύσις φ. καὶ μετάβολος Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ, νὰ ὑποφέρῃ, ἢ ὑπομείνῃ, «ὑποφερτός», Αἰσχύλ. Πρ. 979· Κύπρις γὰρ οὐ φορητὸν Εὐρ. Ἱππ. 443· φορητὸς ἡ ᾠδὴ Λουκ. περὶ Ὀρχ. 27, πρβλ. Τίμ. 23.