βιοτικός: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(c2) |
(6_11) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0446.png Seite 446]] zum Leben gehörig, Schol. Soph. O. R. 33, richtiger [[βιωτικός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0446.png Seite 446]] zum Leben gehörig, Schol. Soph. O. R. 33, richtiger [[βιωτικός]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βιοτικός''': -ή, -όν, ὁ πρὸς ζωὴν [[κατάλληλος]], [[ζωηρός]], β. τὴν διάνοιαν καὶ [[εὐμήχανος]] = [[βιομήχανος]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 17, 2· κατὰ τὸν Φρύν. 354 ([[ὅστις]] ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν) = [[χρήσιμος]] ἐν τῷ βίῳ. ΙΙ. ὁ [[κατάλληλος]] ἢ ἀνήκων εἰς τὴν ζωήν, Πολύβ. 4. 73, 8, κτλ.· [[χρεία]] β. Διόδ. 2. 29· ἡ -κὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), Μ. Ἀντων. 7. 61· τὰ β., ἀντιτίθενται πρὸς τὰ φιλοσοφικὰ ἀντικείμενα, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 15· ἢ πρὸς ὑποθέσεις θρησκευτικάς, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 34, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς κατὰ τὸν τρόπον τῆς κοινῆς ζωῆς, Διον. [[Θρᾷξ]] ἐν Α. Β. 629. 2) παρ’ Ἐκκλ., [[κοσμικός]], [[ἐγκόσμιος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μοναστικὸν καὶ «θρησκευτικόν», ἴδε Bingham 1. 5, 5. ― Ἡ ἐκφορὰ [[βιωτικός]], [[πλημμελής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:31, 5 August 2017
German (Pape)
[Seite 446] zum Leben gehörig, Schol. Soph. O. R. 33, richtiger βιωτικός.
Greek (Liddell-Scott)
βιοτικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ζωὴν κατάλληλος, ζωηρός, β. τὴν διάνοιαν καὶ εὐμήχανος = βιομήχανος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 17, 2· κατὰ τὸν Φρύν. 354 (ὅστις ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν) = χρήσιμος ἐν τῷ βίῳ. ΙΙ. ὁ κατάλληλος ἢ ἀνήκων εἰς τὴν ζωήν, Πολύβ. 4. 73, 8, κτλ.· χρεία β. Διόδ. 2. 29· ἡ -κὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Μ. Ἀντων. 7. 61· τὰ β., ἀντιτίθενται πρὸς τὰ φιλοσοφικὰ ἀντικείμενα, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 15· ἢ πρὸς ὑποθέσεις θρησκευτικάς, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 34, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς κατὰ τὸν τρόπον τῆς κοινῆς ζωῆς, Διον. Θρᾷξ ἐν Α. Β. 629. 2) παρ’ Ἐκκλ., κοσμικός, ἐγκόσμιος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μοναστικὸν καὶ «θρησκευτικόν», ἴδε Bingham 1. 5, 5. ― Ἡ ἐκφορὰ βιωτικός, πλημμελής.